Αν καταπατήσουμε τη Δημοκρατία, είναι σαν να αφηνόμαστε να πέσουμε στην παγίδα των τρομοκρατών, σαν λαγοί τυφλωμένοι από τα φώτα. Είναι σαν να ασπαζόμαστε τη χρονικότητα που μας επιβάλλουν, αυτήν ενός τερατώδους, αποσβολωτικού και παραλυτικού παρόντος, ενός παρόντος δίχως παρελθόν και μέλλον, ενός παρόντος νεκρού, αδρανούς, χωρίς ορίζοντα ελπίδας και υπόσχεσης
Η...
συζήτηση για το καθεστώς έκτακτης ανάγκης άπτεται του ζητήματος της αποτελεσματικότητας: ποια είναι η ενδεδειγμένη απάντηση απέναντι στην πρόκληση του ολοκληρωτικού Ισλαμικού Κράτους;
Η πλειοδοσία των πολιτικών ασφάλειας της προεδρίας Ολάντ είναι μια μικρόπνοη απάντηση που διαπνέεται από συγκυριακά μικροπολιτικά συμφέροντα, παρά από τη μέριμνα εξεύρεσης μακρόπνοων λύσεων.
Παραχωρώντας στον αντίπαλο μια απροσδόκητη συμβολική νίκη, παροπλίζει την κοινωνία την ίδια στιγμή που διατείνεται πως την προστατεύει, θέτοντας σε κίνδυνο τις ατομικές ελευθερίες και τα συλλογικά δικαιώματα.
Δεν υπάρχουν από τη μια οι υπεύθυνοι κυβερνώντες και από την άλλη οι ανεύθυνοι σχολιαστές, σοβαροί ηγέτες απέναντι σε καλοκάγαθα παιδιά, μάχιμοι εναντίον αδιάφορων.
Οι έξι βουλευτές – τρεις σοσιαλιστές, τρεις οικολόγοι – που την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου καταψήφισαν την τρίμηνη παράταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, ενώ αυτό σύμφωνα το νόμο προβλεπόταν να διαρκέσει έξι ακόμα μέρες, ούτε ενδιαφέρονται λιγότερο ούτε είναι λιγότερο ευαίσθητοι για την ασφάλεια των συμπολιτών τους απ’ ό,τι οι πρωτεργάτες αυτής της φυγής προς τα εμπρός, προς ένα καθεστώς εξαίρεσης που θέτει υπό αναστολή την ίδια τη δημοκρατία.
Διότι η δημοκρατία δεν περιορίζεται στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Αυτό δεν είναι παρά ένα από τα εργαλεία της.
Είναι μια ορισμένη κουλτούρα, μια ζώσα πρακτική, ένα σύνθετο οικοσύστημα που προϋποθέτει τη συμμετοχή των πολιτών, την ισορροπία των εξουσιών και των αντι-εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την ελευθερία της έκφρασης και της ενημέρωσης, του συνέρχεσθαι και της διαδήλωσης, την εγρήγορση της κοινωνίας, τον έλεγχο των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους, το σεβασμό της αντίθετης γνώμης…
Εντούτοις, βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με μια βίαιη περιστολή της δημοκρατίας που καταμαρτυρά πολύ περισσότερο μια κατάσταση πανικού απ’ ό,τι μια ψύχραιμη στάση.
Κι όμως, κάποιοι θεωρούν ήδη ανεπίτρεπτο ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ανησυχούν και εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους σε αυτή την επίταση των έκτακτων μέτρων ασφαλείας που υπαγορεύεται από το θυμικό, χωρίς πραγματική διαβούλευση και χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση.
Το γεγονός ότι, προς στιγμήν, οι υποστηρικτές του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης αποτελούν μια μεγάλη πλειοψηφία στον πολιτικό κόσμο της χώρας, ή ακόμα και της κοινής γνώμης, δεν σημαίνει ότι αυτή είναι και η τελική έκβαση των πραγμάτων: η Ιστορία δεν στερείται παραδειγμάτων όπου θέσεις εξαιρετικά μειοψηφικές κάποια δεδομένη στιγμή διέβλεψαν με διαύγεια το μέλλον και τις εξελίξεις.
Έναν μήνα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δεν υπήρξε παρά μια και μόνη αρνητική ψήφος, εκείνη του γερουσιαστή Ρας Φέινγκολντ (Russ Feingold), ενάντια στον αμερικανικό αντιτρομοκρατικό νόμο Πάτριοτ Ακτ (Patriot Act).
Έναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 2002, ήταν ήδη 133 στη Βουλή των Αντιπροσώπων (απέναντι σε μια πλειοψηφία 296) να αντιτάσσονται στη χρήση βίας εναντίον του Ιράκ . να εκφράζουν την αντίθεσή τους σε μια πολιτική έμπλεη ιδεολογίας, τις οποίας οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αποδείχτηκαν πολύ πιο καταστροφικές από την επίθεση στην οποία διατείνονταν πως απαντούσε: την εισβολή στο Ιράκ, σε μια κυρίαρχη χώρα που μέχρι πρότινος θεωρούταν σύμμαχος των ΗΠΑ και εξοπλιζόταν ενάντια στο Ιράν, που δεν είχε καμία ιδεολογική ή οργανωτική σχέση με τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα, που δεν συνιστούσε μείζονα απειλή για τον κόσμο και δεν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής.
Από εκείνη την έκτακτη νομοθεσία και την τύφλωση που την πλαισίωνε, τα κρατικά παραληρήματα και τα μηντιακά ψεύδη, τον απανθρωποιημένο εχθρό και τον πλήρως εκβαρβαρισμένο πόλεμο, τόσο η αμερικανική δημοκρατία όσο και ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί πια να εξάγει σαφή συμπεράσματα και να δει το εύρος καταστροφικών επιπτώσεων των οποίων το κόστος πληρώνουμε σήμερα και στη Γαλλία.
Πρόκειται για έναν άνευ προηγουμένου καταστροφικό απολογισμό: από τη μια, πλήρης αδυναμία να καταπολεμηθεί αυτή η ολοκληρωτική τρομοκρατία, η οποία δεν έπαψε να διευρύνει το πεδίο δράσης της και να διεκδικεί πια μια επικράτεια κράτους με σημαντικούς οικονομικούς πόρους⦁ πλήρης αδυναμία αντιμετώπισης της ιδεολογίας που την χαλυβδώνει, αυτό το σεκταριστικό ουαχαμπιτικό ισλάμ με βασική εστία τη Σαουδική Αραβία, μια σκοταδιστική μοναρχία η οποία παραμένει παρ’ όλα αυτά ανέγγιχτη και εξακολουθεί να απολαμβάνει της στήριξης της Δύσης⦁ από την άλλη, επίδειξη μεγάλης ικανότητας στην πρόκληση και στην ενίσχυση του χάους που εξέθρεψε το Ισλαμικό Κράτος, μέσω της πλήρους διάλυσης του ιρακινού κράτους, των θηριωδιών κατά της ιρακινής κοινωνίας, του θανάτου τουλάχιστον μισού εκατομμυρίου ανθρώπων –σύμφωνα με πολύ επιεικείς υπολογισμούς – στα οκτώ χρόνια αμερικανικής κατοχής (2003-2011), αλλά και της εξώθησης της χώρας σε έναν πόλεμο θρησκειών στους κόλπους του ίδιου του ισλάμ, ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες.
Το να μην αντλούμε διδάγματα από την Ιστορία καθιστά εύθραυστο το μέλλον. Επιθετικές αντιδράσεις που, λόγω μιας ιδεολογικής ατζέντας ή κάποιων τακτικών χειρισμών, εκμεταλλεύονται τους φόβους της κοινωνίας αποσκοπώντας στη χάραξη μιας ευκαιριακής εσωτερικής πολιτικής, στην άμεση ενίσχυση της δημοτικότητας ή της μικροπολιτικής κυριαρχίας, μπορούν να επιφέρουν καταστροφικά αποτελέσματα.
Η καταπάτηση της δημοκρατίας ενόσω ισχυριζόμαστε ότι την προασπίζουμε ενάντια σε αντιπάλους που την μισούν ⦁ η ρητορική που ανατρέχει στους ίδιους όρους περί εξάλειψης, εξαφάνισης και καταστροφής που χρησιμοποιούν και οι αντίπαλοί μας ⦁ ο εθισμός της ίδιας μας της κοινωνίας σε μια άρση των αντιστάσεων όσον αφορά τις θεμελιώδεις ελευθερίες: όχι, όλα αυτά δεν συνιστούν επίδειξη της δύναμής μας αλλά απόδειξη της αδυναμίας μας.
Είναι σαν να αφηνόμαστε να πέσουμε στην παγίδα των τρομοκρατών, σαν λαγοί τυφλωμένοι από τα φώτα.
Είναι σαν να ασπαζόμαστε τη χρονικότητά που μας επιβάλλουν, αυτήν ενός τερατώδους, αποσβολωτικού και παραλυτικού παρόντος, ενός παρόντος δίχως παρελθόν και μέλλον, ενός παρόντος νεκρού, αδρανούς, χωρίς ορίζοντα ελπίδας και υπόσχεσης.
Κι όμως, στις 16 Νοεμβρίου, στις Βερσαλλίες, ενώπιον του συνόλου βουλευτών και γερουσιαστών, ο Φρανσουά Ολάντ προέβη σε μια τέτοια ακριβώς επιλογή, σπεύδοντας να διακηρύξει ότι «η Γαλλία βρίσκεται σε πόλεμο» – ωσάν να επρόκειτο για ένα αξίωμα που δεν χρήζει της παραμικρής απόδειξης.
Αναφερόμενος αποκλειστικά στα διακυβεύματα της ασφάλειας, επέλεξε να αποστρέψει το βλέμμα του τόσο από τις αιτίες, δηλαδή το παρελθόν, όσο και από τις λύσεις, δηλαδή το μέλλον.
Ο μόνος ορίζοντας που προτείνει είναι η αμεσότητα του πολέμου, όχι ως ενδεχόμενο σε έναν άλλο χρόνο και χώρο, έστω εγγείς, αλλά ως πραγματικότητα στο εδώ και το τώρα.
Είναι μια προοπτική αδιέξοδη καθότι χωρίς μνήμη.
Είναι μια αντίδραση κοντόθωρη και μικρόπνοη καθότι αδιάφορη ως προς τα συμφραζόμενα, τις γενεαλογίες και τις κληρονομιές που διαμόρφωσαν την απειλή.
Είναι μια προσέγγιση ανεδαφική καθότι την ίδια στιγμή αποσυνδεδεμένη από τις διεθνείς απαρχές του δράματος και, το χειρότερο, χωρίς συνείδηση των εθνικών συνεπειών μιας τέτοιας πεισματικής εμμονής.
Η προοπτική αυτή κινδυνεύει έτσι να μην έχει άλλο μέλλον από την συνέχιση, αν όχι την επέκταση, της καταστροφής, όπως αναγγέλλουν ήδη όλοι οι ειδικοί, ερευνητές ή διπλωμάτες, γνώστες της περιοχής ή βετεράνοι των υπηρεσιών πληροφοριών, οι οποίοι διαπιστώνουν ομόφωνα ότι ο θάνατος που έπληξε τη Γαλλία δεν είναι παρά η επιστροφή του μπούμερανγκ.
Το πρωτοφανές που μας κάνει να παγώνουμε από φόβο, η απροκάλυπτη βία που ξέσπασε ενάντια σε μια ανοιχτή και πολυπολιτισμική κοινωνία, έλκει την καταγωγή της από τα λάθη μιας στρατηγικής η οποία ακολουθήθηκε επί σειρά δεκαετιών, από το Αφγανιστάν έως το Ιράκ.
Στρατηγικά λάθη που κληροδότησαν παλαιές λογικές δύναμης και ισχύος τις οποίες εξακολουθούμε να μην θέτουμε υπό αμφισβήτηση, να μην αναθεωρούμε λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα ενός κόσμου που έχει γίνει πολυ-πολικός, λιγότερο προβλέψιμος και περισσότερο σύνθετος, που έχει αναδυθεί μέσα από απελευθερωτικά κινήματα και διαδικασίες αποδέσμευσης από αποικιοκρατικές ή ιμπεριαλιστικές υποτέλειες, ζώνες και στρατόπεδα επιρροής.
Στην ηγεσία μια συντηρητικής Αριστεράς η οποία, αν ήταν στην εξουσία το 2003, θα είχε αναμφίβολα συμπράξει στην αμερικανική εκστρατεία που τότε αποποιήθηκε η δεξιά του Ζακ Σιράκ, ο Φρανσουά Ολάντ εμμένει σε αυτόν τον τραγικό παραλογισμό.
Θέτει έτσι σε κίνδυνο μια γαλλική δημοκρατία ήδη αρκετά εύθραυστη καθότι χαμηλής έντασης, ανεπαρκώς οπλισμένη ώστε να αντισταθεί σε τάσεις αυταρχισμού, και, κυρίως, διαβρωμένη εδώ και τριάντα χρόνια από τη διαμόρφωση ενός αντιδημοκρατικού φαντασιακού όπου η ταυτότητα υποσκελίζει την ισότητα, η ασφάλεια κυριαρχεί επί της ελευθερίας, ο φόβος του Άλλου καταλύει την αδελφοσύνη.
Αυτήν τη δημοκρατία κινδυνεύει να αποδεκατίσει, παραδίδοντάς την βορά στους νεκροθάφτες της.
«Ο ματωμένος γάμος καταστολής και τρομοκρατίας»
Ένα πρώτο ολίσθημα αρκεί για να επιφέρει μια απότομη και ανώμαλη πτώση. Και δεν βρισκόμαστε πια στο πρώτο εκείνο βήμα καθώς, σύμφωνα με την εκτελεστική εξουσία, η παράταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εγγραφή του στο Σύνταγμα.
Η πτώση δεν έχει απλά αναγγελθεί ⦁ είναι υπό εξέλιξη. Το θέαμα του πρωθυπουργού να παροτρύνει τους βουλευτές, τουτέστιν τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας, να μην «υποκύψουν στο πνεύμα ενός νομικίστικου φορμαλισμού», ή να ζητά από τους γερουσιαστές συναδέλφους του να μην «πάρουν το ρίσκο» να προσφύγουν στο Συνταγματικό συμβούλιο, τουτέστιν σε έναν θεσμό που εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα, είναι τρόπον τινά το ενσταντανέ που συμπυκνώνει τη βίαιη κατρακύλα.
Σύμφωνα με το πνεύμα των κυβερνώντων μας, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης συνεπάγεται την άμεση άρση του Κράτους δικαίου, κάτι άλλωστε που καθιστά σαφές η εκκωφαντική σιωπή, αν όχι η πλήρης έκλειψη, της υπουργού Δικαιοσύνης.
Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ένα έκτακτο και περιορισμένης διάρκειας μέτρο προκειμένου να εξασφαλιστεί η άμεση ασφάλεια των πολιτών, είναι μια μόνιμη παρέκκλιση που συνοδεύει μια οπισθοχώρηση ως προς τις αρχές, τα ανακλαστικά και τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Η επιχειρηματολογία που δικαιολογεί την επιβολή του εδράζεται σε ένα καταφανές ψέμα, πλαισιωμένο από πολιτική ανευθυνότητα.
Το αναληθές έγκειται στον ισχυρισμό πως, χωρίς την υιοθέτηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, οι δυνάμεις της τάξης δεν θα είχαν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα μέσα για τον εντοπισμό των τρομοκρατών, δηλαδή όλα εκείνα τα νόμιμα μέσα επιτήρησης, ελέγχου, σύλληψης, προσωποκράτησης, που απαιτεί μια κατάσταση εξαίρεσης.
Σαν η Γαλλία να μην διέθετε ήδη μια ειδική αντιτρομοκρατική νομοθεσία, ένα πολυσχιδές και εξαιρετικά αυστηρό κατασταλτικό πλαίσιο που αναθεωρήθηκε περισσότερες από δέκα φορές τα δέκα τελευταία χρόνια και συμπληρώθηκε από νέες διατάξεις πριν έναν χρόνο όπως και από τον λεγόμενο νόμο περί πληροφοριών πριν έξι μήνες.
Σαν το νομικό οπλοστάσιο να μην είχε πάψει να ενισχύεται, εντείνεται και αυστηροποιείται από τη δεκαετία του 1980, αρχικά μετά το πρώτο κύμα επιθέσεων το 1982, έπειτα, μετά από εκείνες του 1986 και, τέλος, μετά από αυτές του 1995.
Σαν το κομβικό ζήτημα να ήταν η καταλληλότητα του ισχύοντος νομικού πλαισίου και όχι η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών πληροφοριών.
Σαν να αρκούσε να αλλάξει κανείς τους κανόνες για να αποποιηθεί κάθε κριτικού ελέγχου.
Σε αυτήν την παραπληροφόρηση με στόχο τον εθισμό των πολιτών στην υποχώρηση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, η εξουσία προσθέτει μια επιπλέον αποστομωτική πρόταση: την ένταξη του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στο ίδιο το Σύνταγμα, πλάι στις έκτακτες εξουσίες που ήδη παρέχει το άρθρο 16 αποκλειστικά και μόνο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και στο καθεστώς πολιορκίας που προβλέπει το άρθρο 36 για περιόδους πολέμου.
Απέναντι σε ένα ζήτημα δημόσιας τάξης, όσο δραματικό κι αν είναι, καμία δημοκρατία σίγουρη για τον εαυτό της, για τη συνταγματική της σταθερότητα και τη θεσμική της συγκρότηση, δεν θα τολμούσε παρόμοια παρέκκλιση: να τροποποιήσει, κατά περίσταση, το θεμελιώδη νόμο του κράτους.
Είναι άραγε αναγκαίο να θυμίσουμε εδώ ότι ακόμα και ο αμερικανικός ελευθεροκτόνος νόμος Πάτριοτ Ακτ (Patriot Act) είναι ένας νόμος περιορισμένης ισχύος, που αναθεωρείται και ανανεώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, που υπόκειται σε συνεχείς αξιολογήσεις, ελέγχους και διακομματικές έρευνες όσον αφορά τις παράπλευρες συνέπειές του;
Το χειρότερο όμως είναι ότι μια τέτοια πραξικοπηματική πράξη συνοδεύεται από μια πολιτική ανευθυνότητα: την επικρότηση εκ μέρους της πλειοψηφία της Αριστεράς μιας ιδεολογικής ατζέντας που προσιδιάζει στην αυταρχική δεξιά, αν όχι στην άκρα δεξιά.
Αφαίρεση της γαλλικής ιθαγένειας από όσους διαθέτουν διπλή υπηκοότητα, ακόμα κι έχουν γεννηθεί Γάλλοι και ακόμα κι αν δεν διαθέτουν άλλη εθνικότητα ⦁ άδεια στους αστυνομικούς να φέρουν όπλο και εκτός υπηρεσίας, και ως εκ τούτου να το χρησιμοποιούν ως απλοί πολίτες ⦁ συμπερίληψη της «συμπεριφοράς» και όχι μόνο της δράσης προκειμένου να ασκηθούν μέτρα περιστολής της ελευθερίας ακόμα και στη βάση της υποψίας ⦁ γενίκευση των μέτρων παραβίασης της ιδιωτικότητας, επιτήρησης, κατ’ οίκον κράτησης κ.λπ. έξω από οποιοδήποτε νομικό και δικαστικό πλαίσιο, κατόπιν απλής απόφασης της διοικητικής αστυνομίας ⦁ παραχώρηση έκτακτων εξουσιών στους νομάρχες και στις υπηρεσίες τους για τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων και πρωτοβουλιών κρίνουν αναγκαία ⦁ επίταση του κρατικού ελέγχου συμπεριλαμβανομένης της λογοκρισίας του διαδικτύου – ενώ ακόμα και ο πειρασμός ενός ελέγχου των μέσων ενημέρωσης και ως εκ τούτου ένα δυνητικό πλήγμα στον πλουραλισμό τους διαφαίνεται σε μια τροπολογία που κατατέθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του σοσιαλιστικού κόμματος…
Κι ενώ το κράτος αποδεσμεύεται έτσι από τη δικαιοσύνη, προκρίνοντας την εξαίρεση από τον κανόνα, η κοινωνία τείνει να τεθεί σε διαθεσιμότητα ή, καλύτερα, σε καραντίνα.
Πώς αλήθεια μπορούμε να φανταστούμε ότι θα καλέσουμε τους πολίτες στις κάλπες για τις επικείμενες νομαρχιακές εκλογές, όταν καλούμε τη δημοκρατία να σωπάσει, όταν απαγορεύουμε τις διαδηλώσεις και τις πολιτικές συγκεντρώσεις;
Το επιχείρημα της ασφάλειας χρησιμοποιείται για να περικλείσει την κοινωνία στον εαυτό της και για να αδειάσει το δημόσιο χώρο από την ίδια του την ουσία.
Τη στιγμή που η κλιματική πρόκληση έχει αναδειχθεί σε κεντρικό πλανητικό διακύβευμα, οι αρχές επικαλούνται τις επιθέσεις για να κλείσουν τα σύνορα στους πολίτες του κόσμου που οργανώνουν κινητοποιήσεις και έχουν ήδη απαγορεύσει τις διεθνείς πορείες επ’ αφορμής του COP21 όπως και κάθε διαδήλωση που θα εκφράζει τη διαφωνία, την εναντίωση, την κριτική.
Κρατήστε το φόβο σας, εγώ θα ασχοληθώ με τα υπόλοιπα, μας λέει πλέον η εξουσία, ανάγοντας την καχυποψία απέναντι σε μια κοινωνία πλουραλιστική, κινητοποιημένη και σε εγρήγορση, σε αρχή επιβίωσης και διάρκειας.
Οι τρομοκράτες δεν θα μπορούσαν να ονειρευτούν μεγαλύτερη συμβολική νίκη από μια τέτοια πρόσκληση για εγκατάλειψη της δημοκρατίας και για πλήρη ανάθεση της δικής μας εξουσίας στο κράτος, μέχρι να την απωλέσουμε οριστικά.
Αυτήν ακριβώς την κλιμάκωση αρνούμαστε, γιατί, αντί να μας προστατέψει, μας καθιστά πιο ευπαθείς, πιο εύθραυστους, και μας εκθέτει σε ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους.
Και αυτή η θέση αρχής απέχει πολύ από μια ανεύθυνη στάση ⦁ είναι η μόνη που διαφυλάσσει το μέλλον διαφωνώντας με αυτόν τον αιματοβαμμένο γάμο καταστολής και τρομοκρατίας.
Ένα παρόμοιο πρόταγμα ήταν εκείνο του συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, το 1955, έτος γέννησης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία, με το νόμο της 3ης Απριλίου. Από το θεατρικό του «Οι Δίκαιοι», το 1949, μέχρι το δοκίμιό του «O Εξεγερμένος Άνθρωπος», το 1951, o Αλμπέρ Καμύ δεν επέδειξε την παραμικρή επιείκεια απέναντι στην τρομοκρατία.
Όσο κι αν θεριεύει η μιζέρια, η απελπισία και οι ταπεινώσεις που μπορούν να την κυοφορήσουν, αδυνατεί να την δικαιολογήσει ⦁ την κατήγγειλε ως ένα μέσο δράσης που «παύει να είναι το ελεγχόμενο εργαλείο μιας πολιτικής, για να γίνει το τρελό όπλο ενός πρωτόγονου μίσους».
Ακόμα κι αν εκφράστηκε την εποχή γέννησης του φαινομένου, η ανησυχία του παραμένει δραματικά επίκαιρη στις μέρες μας.
Ο Καμύ, όπως όλοι οι συνεπείς δημοκράτες, ανησυχούσε για έναν αέναο αγώνα θανάτου όπου «καθένας επιτρέπει στον εαυτό του να εγκληματίσει προκειμένου να κερδίσει την πρωτιά».
Στα ιστορικά συμφραζόμενα ενός γαλλο-αλγερινού εμφύλιου πολέμου και μιας ηθικής κρίσης, των οποίων τα διακυβεύματα διατηρούν ακόμα κάποιες σχέσεις με τις σημερινές προκλήσεις, διαισθανόταν πόσο η εθελούσια τύφλωση απέναντι σε αιτίες και λύσεις έμελλε να έχει την χειρότερη έκβαση και για τα δυο στρατόπεδα.
Από την πτώση μιας (Γαλλικής) Δημοκρατίας από τα χτυπήματα των ακραίων υποστηρικτών της αποικιοκρατίας μέχρι το διχασμό ενός (Αλγερινού) Έθνους από την ακραία στρατιωτικοποίηση του απελευθερωτικού του κινήματος, περνώντας από την μετατροπή των βασανιστηρίων σε κοινοτοπία, η συνέχεια της ιστορίας δυστυχώς τον δικαίωσε.
Αλλά το 1955, θεωρεί ότι είναι ακόμα δυνατόν να σταματήσει τη μηχανή του θανάτου, και γι’ αυτό αναλαμβάνει ξανά για κάποιο διάστημα καθήκοντα δημοσιογράφου στο περιοδικό L’Express, προτού επιστρέψει στη σιωπή, μέσα στην πλήρη ακατανοησία των οικείων του, μετά την αποτυχία του καλέσματός του σε μια «πολιτική εκεχειρία», στο Αλγέρι, τον Ιανουάριο του 1956.
Το L’Express ήταν επίσης το βήμα του πολιτικού με την μεγαλύτερη ίσως διαύγεια πνεύματος την εποχή εκείνη, του Pierre Mendès France.
Στις 14 Μαίου 1955, υπέγραφε εκεί ένα κάλεσμα προκειμένου να μην αφεθεί η πολιτική στους επαγγελματίες της.
Σε μια εποχή εξίσου φορτισμένη με τη δική μας, καλούσε σε μια «κινητοποίηση της λαϊκής βούλησης» ενάντια στον κίνδυνο σφετερισμού και υποκατάστασης της πραγματικής πολιτικής από μια «πολιτική προορισμένη για κάποιους μυημένους, αποκλειστικό προνόμιο κάποιων τεχνοκρατών».
«Η πολιτική ανήκει στον πολίτη, αν ο πολίτης θέλει να την αναλάβει», κατέληγε ο Mendès France. Αυτό ακριβώς κάνουμε όταν αρνούμαστε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης του οποίου η πολεμική ιδεολογία μας αποστερεί την κοινή αξίωση: τη δημοκρατία».
(Μετάφραση: Πάνος Αγγελόπουλος)
*O Edwy Plenel είναι διευθυντής του γαλλικού ειδησεογραφικού ιστότοπου Mediapart.
efsyn
Η...
συζήτηση για το καθεστώς έκτακτης ανάγκης άπτεται του ζητήματος της αποτελεσματικότητας: ποια είναι η ενδεδειγμένη απάντηση απέναντι στην πρόκληση του ολοκληρωτικού Ισλαμικού Κράτους;
Η πλειοδοσία των πολιτικών ασφάλειας της προεδρίας Ολάντ είναι μια μικρόπνοη απάντηση που διαπνέεται από συγκυριακά μικροπολιτικά συμφέροντα, παρά από τη μέριμνα εξεύρεσης μακρόπνοων λύσεων.
Παραχωρώντας στον αντίπαλο μια απροσδόκητη συμβολική νίκη, παροπλίζει την κοινωνία την ίδια στιγμή που διατείνεται πως την προστατεύει, θέτοντας σε κίνδυνο τις ατομικές ελευθερίες και τα συλλογικά δικαιώματα.
Δεν υπάρχουν από τη μια οι υπεύθυνοι κυβερνώντες και από την άλλη οι ανεύθυνοι σχολιαστές, σοβαροί ηγέτες απέναντι σε καλοκάγαθα παιδιά, μάχιμοι εναντίον αδιάφορων.
Οι έξι βουλευτές – τρεις σοσιαλιστές, τρεις οικολόγοι – που την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου καταψήφισαν την τρίμηνη παράταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, ενώ αυτό σύμφωνα το νόμο προβλεπόταν να διαρκέσει έξι ακόμα μέρες, ούτε ενδιαφέρονται λιγότερο ούτε είναι λιγότερο ευαίσθητοι για την ασφάλεια των συμπολιτών τους απ’ ό,τι οι πρωτεργάτες αυτής της φυγής προς τα εμπρός, προς ένα καθεστώς εξαίρεσης που θέτει υπό αναστολή την ίδια τη δημοκρατία.
Διότι η δημοκρατία δεν περιορίζεται στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Αυτό δεν είναι παρά ένα από τα εργαλεία της.
Είναι μια ορισμένη κουλτούρα, μια ζώσα πρακτική, ένα σύνθετο οικοσύστημα που προϋποθέτει τη συμμετοχή των πολιτών, την ισορροπία των εξουσιών και των αντι-εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την ελευθερία της έκφρασης και της ενημέρωσης, του συνέρχεσθαι και της διαδήλωσης, την εγρήγορση της κοινωνίας, τον έλεγχο των κυβερνώντων από τους κυβερνώμενους, το σεβασμό της αντίθετης γνώμης…
Εντούτοις, βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με μια βίαιη περιστολή της δημοκρατίας που καταμαρτυρά πολύ περισσότερο μια κατάσταση πανικού απ’ ό,τι μια ψύχραιμη στάση.
Κι όμως, κάποιοι θεωρούν ήδη ανεπίτρεπτο ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ανησυχούν και εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους σε αυτή την επίταση των έκτακτων μέτρων ασφαλείας που υπαγορεύεται από το θυμικό, χωρίς πραγματική διαβούλευση και χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση.
Το γεγονός ότι, προς στιγμήν, οι υποστηρικτές του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης αποτελούν μια μεγάλη πλειοψηφία στον πολιτικό κόσμο της χώρας, ή ακόμα και της κοινής γνώμης, δεν σημαίνει ότι αυτή είναι και η τελική έκβαση των πραγμάτων: η Ιστορία δεν στερείται παραδειγμάτων όπου θέσεις εξαιρετικά μειοψηφικές κάποια δεδομένη στιγμή διέβλεψαν με διαύγεια το μέλλον και τις εξελίξεις.
Έναν μήνα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δεν υπήρξε παρά μια και μόνη αρνητική ψήφος, εκείνη του γερουσιαστή Ρας Φέινγκολντ (Russ Feingold), ενάντια στον αμερικανικό αντιτρομοκρατικό νόμο Πάτριοτ Ακτ (Patriot Act).
Έναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 2002, ήταν ήδη 133 στη Βουλή των Αντιπροσώπων (απέναντι σε μια πλειοψηφία 296) να αντιτάσσονται στη χρήση βίας εναντίον του Ιράκ . να εκφράζουν την αντίθεσή τους σε μια πολιτική έμπλεη ιδεολογίας, τις οποίας οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αποδείχτηκαν πολύ πιο καταστροφικές από την επίθεση στην οποία διατείνονταν πως απαντούσε: την εισβολή στο Ιράκ, σε μια κυρίαρχη χώρα που μέχρι πρότινος θεωρούταν σύμμαχος των ΗΠΑ και εξοπλιζόταν ενάντια στο Ιράν, που δεν είχε καμία ιδεολογική ή οργανωτική σχέση με τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα, που δεν συνιστούσε μείζονα απειλή για τον κόσμο και δεν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής.
Από εκείνη την έκτακτη νομοθεσία και την τύφλωση που την πλαισίωνε, τα κρατικά παραληρήματα και τα μηντιακά ψεύδη, τον απανθρωποιημένο εχθρό και τον πλήρως εκβαρβαρισμένο πόλεμο, τόσο η αμερικανική δημοκρατία όσο και ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί πια να εξάγει σαφή συμπεράσματα και να δει το εύρος καταστροφικών επιπτώσεων των οποίων το κόστος πληρώνουμε σήμερα και στη Γαλλία.
Πρόκειται για έναν άνευ προηγουμένου καταστροφικό απολογισμό: από τη μια, πλήρης αδυναμία να καταπολεμηθεί αυτή η ολοκληρωτική τρομοκρατία, η οποία δεν έπαψε να διευρύνει το πεδίο δράσης της και να διεκδικεί πια μια επικράτεια κράτους με σημαντικούς οικονομικούς πόρους⦁ πλήρης αδυναμία αντιμετώπισης της ιδεολογίας που την χαλυβδώνει, αυτό το σεκταριστικό ουαχαμπιτικό ισλάμ με βασική εστία τη Σαουδική Αραβία, μια σκοταδιστική μοναρχία η οποία παραμένει παρ’ όλα αυτά ανέγγιχτη και εξακολουθεί να απολαμβάνει της στήριξης της Δύσης⦁ από την άλλη, επίδειξη μεγάλης ικανότητας στην πρόκληση και στην ενίσχυση του χάους που εξέθρεψε το Ισλαμικό Κράτος, μέσω της πλήρους διάλυσης του ιρακινού κράτους, των θηριωδιών κατά της ιρακινής κοινωνίας, του θανάτου τουλάχιστον μισού εκατομμυρίου ανθρώπων –σύμφωνα με πολύ επιεικείς υπολογισμούς – στα οκτώ χρόνια αμερικανικής κατοχής (2003-2011), αλλά και της εξώθησης της χώρας σε έναν πόλεμο θρησκειών στους κόλπους του ίδιου του ισλάμ, ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες.
Το να μην αντλούμε διδάγματα από την Ιστορία καθιστά εύθραυστο το μέλλον. Επιθετικές αντιδράσεις που, λόγω μιας ιδεολογικής ατζέντας ή κάποιων τακτικών χειρισμών, εκμεταλλεύονται τους φόβους της κοινωνίας αποσκοπώντας στη χάραξη μιας ευκαιριακής εσωτερικής πολιτικής, στην άμεση ενίσχυση της δημοτικότητας ή της μικροπολιτικής κυριαρχίας, μπορούν να επιφέρουν καταστροφικά αποτελέσματα.
Η καταπάτηση της δημοκρατίας ενόσω ισχυριζόμαστε ότι την προασπίζουμε ενάντια σε αντιπάλους που την μισούν ⦁ η ρητορική που ανατρέχει στους ίδιους όρους περί εξάλειψης, εξαφάνισης και καταστροφής που χρησιμοποιούν και οι αντίπαλοί μας ⦁ ο εθισμός της ίδιας μας της κοινωνίας σε μια άρση των αντιστάσεων όσον αφορά τις θεμελιώδεις ελευθερίες: όχι, όλα αυτά δεν συνιστούν επίδειξη της δύναμής μας αλλά απόδειξη της αδυναμίας μας.
Είναι σαν να αφηνόμαστε να πέσουμε στην παγίδα των τρομοκρατών, σαν λαγοί τυφλωμένοι από τα φώτα.
Είναι σαν να ασπαζόμαστε τη χρονικότητά που μας επιβάλλουν, αυτήν ενός τερατώδους, αποσβολωτικού και παραλυτικού παρόντος, ενός παρόντος δίχως παρελθόν και μέλλον, ενός παρόντος νεκρού, αδρανούς, χωρίς ορίζοντα ελπίδας και υπόσχεσης.
Κι όμως, στις 16 Νοεμβρίου, στις Βερσαλλίες, ενώπιον του συνόλου βουλευτών και γερουσιαστών, ο Φρανσουά Ολάντ προέβη σε μια τέτοια ακριβώς επιλογή, σπεύδοντας να διακηρύξει ότι «η Γαλλία βρίσκεται σε πόλεμο» – ωσάν να επρόκειτο για ένα αξίωμα που δεν χρήζει της παραμικρής απόδειξης.
Αναφερόμενος αποκλειστικά στα διακυβεύματα της ασφάλειας, επέλεξε να αποστρέψει το βλέμμα του τόσο από τις αιτίες, δηλαδή το παρελθόν, όσο και από τις λύσεις, δηλαδή το μέλλον.
Ο μόνος ορίζοντας που προτείνει είναι η αμεσότητα του πολέμου, όχι ως ενδεχόμενο σε έναν άλλο χρόνο και χώρο, έστω εγγείς, αλλά ως πραγματικότητα στο εδώ και το τώρα.
Είναι μια προοπτική αδιέξοδη καθότι χωρίς μνήμη.
Είναι μια αντίδραση κοντόθωρη και μικρόπνοη καθότι αδιάφορη ως προς τα συμφραζόμενα, τις γενεαλογίες και τις κληρονομιές που διαμόρφωσαν την απειλή.
Είναι μια προσέγγιση ανεδαφική καθότι την ίδια στιγμή αποσυνδεδεμένη από τις διεθνείς απαρχές του δράματος και, το χειρότερο, χωρίς συνείδηση των εθνικών συνεπειών μιας τέτοιας πεισματικής εμμονής.
Η προοπτική αυτή κινδυνεύει έτσι να μην έχει άλλο μέλλον από την συνέχιση, αν όχι την επέκταση, της καταστροφής, όπως αναγγέλλουν ήδη όλοι οι ειδικοί, ερευνητές ή διπλωμάτες, γνώστες της περιοχής ή βετεράνοι των υπηρεσιών πληροφοριών, οι οποίοι διαπιστώνουν ομόφωνα ότι ο θάνατος που έπληξε τη Γαλλία δεν είναι παρά η επιστροφή του μπούμερανγκ.
Το πρωτοφανές που μας κάνει να παγώνουμε από φόβο, η απροκάλυπτη βία που ξέσπασε ενάντια σε μια ανοιχτή και πολυπολιτισμική κοινωνία, έλκει την καταγωγή της από τα λάθη μιας στρατηγικής η οποία ακολουθήθηκε επί σειρά δεκαετιών, από το Αφγανιστάν έως το Ιράκ.
Στρατηγικά λάθη που κληροδότησαν παλαιές λογικές δύναμης και ισχύος τις οποίες εξακολουθούμε να μην θέτουμε υπό αμφισβήτηση, να μην αναθεωρούμε λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα ενός κόσμου που έχει γίνει πολυ-πολικός, λιγότερο προβλέψιμος και περισσότερο σύνθετος, που έχει αναδυθεί μέσα από απελευθερωτικά κινήματα και διαδικασίες αποδέσμευσης από αποικιοκρατικές ή ιμπεριαλιστικές υποτέλειες, ζώνες και στρατόπεδα επιρροής.
Στην ηγεσία μια συντηρητικής Αριστεράς η οποία, αν ήταν στην εξουσία το 2003, θα είχε αναμφίβολα συμπράξει στην αμερικανική εκστρατεία που τότε αποποιήθηκε η δεξιά του Ζακ Σιράκ, ο Φρανσουά Ολάντ εμμένει σε αυτόν τον τραγικό παραλογισμό.
Θέτει έτσι σε κίνδυνο μια γαλλική δημοκρατία ήδη αρκετά εύθραυστη καθότι χαμηλής έντασης, ανεπαρκώς οπλισμένη ώστε να αντισταθεί σε τάσεις αυταρχισμού, και, κυρίως, διαβρωμένη εδώ και τριάντα χρόνια από τη διαμόρφωση ενός αντιδημοκρατικού φαντασιακού όπου η ταυτότητα υποσκελίζει την ισότητα, η ασφάλεια κυριαρχεί επί της ελευθερίας, ο φόβος του Άλλου καταλύει την αδελφοσύνη.
Αυτήν τη δημοκρατία κινδυνεύει να αποδεκατίσει, παραδίδοντάς την βορά στους νεκροθάφτες της.
«Ο ματωμένος γάμος καταστολής και τρομοκρατίας»
Ένα πρώτο ολίσθημα αρκεί για να επιφέρει μια απότομη και ανώμαλη πτώση. Και δεν βρισκόμαστε πια στο πρώτο εκείνο βήμα καθώς, σύμφωνα με την εκτελεστική εξουσία, η παράταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εγγραφή του στο Σύνταγμα.
Η πτώση δεν έχει απλά αναγγελθεί ⦁ είναι υπό εξέλιξη. Το θέαμα του πρωθυπουργού να παροτρύνει τους βουλευτές, τουτέστιν τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας, να μην «υποκύψουν στο πνεύμα ενός νομικίστικου φορμαλισμού», ή να ζητά από τους γερουσιαστές συναδέλφους του να μην «πάρουν το ρίσκο» να προσφύγουν στο Συνταγματικό συμβούλιο, τουτέστιν σε έναν θεσμό που εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα, είναι τρόπον τινά το ενσταντανέ που συμπυκνώνει τη βίαιη κατρακύλα.
Σύμφωνα με το πνεύμα των κυβερνώντων μας, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης συνεπάγεται την άμεση άρση του Κράτους δικαίου, κάτι άλλωστε που καθιστά σαφές η εκκωφαντική σιωπή, αν όχι η πλήρης έκλειψη, της υπουργού Δικαιοσύνης.
Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ένα έκτακτο και περιορισμένης διάρκειας μέτρο προκειμένου να εξασφαλιστεί η άμεση ασφάλεια των πολιτών, είναι μια μόνιμη παρέκκλιση που συνοδεύει μια οπισθοχώρηση ως προς τις αρχές, τα ανακλαστικά και τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Η επιχειρηματολογία που δικαιολογεί την επιβολή του εδράζεται σε ένα καταφανές ψέμα, πλαισιωμένο από πολιτική ανευθυνότητα.
Το αναληθές έγκειται στον ισχυρισμό πως, χωρίς την υιοθέτηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, οι δυνάμεις της τάξης δεν θα είχαν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα μέσα για τον εντοπισμό των τρομοκρατών, δηλαδή όλα εκείνα τα νόμιμα μέσα επιτήρησης, ελέγχου, σύλληψης, προσωποκράτησης, που απαιτεί μια κατάσταση εξαίρεσης.
Σαν η Γαλλία να μην διέθετε ήδη μια ειδική αντιτρομοκρατική νομοθεσία, ένα πολυσχιδές και εξαιρετικά αυστηρό κατασταλτικό πλαίσιο που αναθεωρήθηκε περισσότερες από δέκα φορές τα δέκα τελευταία χρόνια και συμπληρώθηκε από νέες διατάξεις πριν έναν χρόνο όπως και από τον λεγόμενο νόμο περί πληροφοριών πριν έξι μήνες.
Σαν το νομικό οπλοστάσιο να μην είχε πάψει να ενισχύεται, εντείνεται και αυστηροποιείται από τη δεκαετία του 1980, αρχικά μετά το πρώτο κύμα επιθέσεων το 1982, έπειτα, μετά από εκείνες του 1986 και, τέλος, μετά από αυτές του 1995.
Σαν το κομβικό ζήτημα να ήταν η καταλληλότητα του ισχύοντος νομικού πλαισίου και όχι η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών πληροφοριών.
Σαν να αρκούσε να αλλάξει κανείς τους κανόνες για να αποποιηθεί κάθε κριτικού ελέγχου.
Σε αυτήν την παραπληροφόρηση με στόχο τον εθισμό των πολιτών στην υποχώρηση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, η εξουσία προσθέτει μια επιπλέον αποστομωτική πρόταση: την ένταξη του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στο ίδιο το Σύνταγμα, πλάι στις έκτακτες εξουσίες που ήδη παρέχει το άρθρο 16 αποκλειστικά και μόνο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και στο καθεστώς πολιορκίας που προβλέπει το άρθρο 36 για περιόδους πολέμου.
Απέναντι σε ένα ζήτημα δημόσιας τάξης, όσο δραματικό κι αν είναι, καμία δημοκρατία σίγουρη για τον εαυτό της, για τη συνταγματική της σταθερότητα και τη θεσμική της συγκρότηση, δεν θα τολμούσε παρόμοια παρέκκλιση: να τροποποιήσει, κατά περίσταση, το θεμελιώδη νόμο του κράτους.
Είναι άραγε αναγκαίο να θυμίσουμε εδώ ότι ακόμα και ο αμερικανικός ελευθεροκτόνος νόμος Πάτριοτ Ακτ (Patriot Act) είναι ένας νόμος περιορισμένης ισχύος, που αναθεωρείται και ανανεώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, που υπόκειται σε συνεχείς αξιολογήσεις, ελέγχους και διακομματικές έρευνες όσον αφορά τις παράπλευρες συνέπειές του;
Το χειρότερο όμως είναι ότι μια τέτοια πραξικοπηματική πράξη συνοδεύεται από μια πολιτική ανευθυνότητα: την επικρότηση εκ μέρους της πλειοψηφία της Αριστεράς μιας ιδεολογικής ατζέντας που προσιδιάζει στην αυταρχική δεξιά, αν όχι στην άκρα δεξιά.
Αφαίρεση της γαλλικής ιθαγένειας από όσους διαθέτουν διπλή υπηκοότητα, ακόμα κι έχουν γεννηθεί Γάλλοι και ακόμα κι αν δεν διαθέτουν άλλη εθνικότητα ⦁ άδεια στους αστυνομικούς να φέρουν όπλο και εκτός υπηρεσίας, και ως εκ τούτου να το χρησιμοποιούν ως απλοί πολίτες ⦁ συμπερίληψη της «συμπεριφοράς» και όχι μόνο της δράσης προκειμένου να ασκηθούν μέτρα περιστολής της ελευθερίας ακόμα και στη βάση της υποψίας ⦁ γενίκευση των μέτρων παραβίασης της ιδιωτικότητας, επιτήρησης, κατ’ οίκον κράτησης κ.λπ. έξω από οποιοδήποτε νομικό και δικαστικό πλαίσιο, κατόπιν απλής απόφασης της διοικητικής αστυνομίας ⦁ παραχώρηση έκτακτων εξουσιών στους νομάρχες και στις υπηρεσίες τους για τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων και πρωτοβουλιών κρίνουν αναγκαία ⦁ επίταση του κρατικού ελέγχου συμπεριλαμβανομένης της λογοκρισίας του διαδικτύου – ενώ ακόμα και ο πειρασμός ενός ελέγχου των μέσων ενημέρωσης και ως εκ τούτου ένα δυνητικό πλήγμα στον πλουραλισμό τους διαφαίνεται σε μια τροπολογία που κατατέθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του σοσιαλιστικού κόμματος…
Κι ενώ το κράτος αποδεσμεύεται έτσι από τη δικαιοσύνη, προκρίνοντας την εξαίρεση από τον κανόνα, η κοινωνία τείνει να τεθεί σε διαθεσιμότητα ή, καλύτερα, σε καραντίνα.
Πώς αλήθεια μπορούμε να φανταστούμε ότι θα καλέσουμε τους πολίτες στις κάλπες για τις επικείμενες νομαρχιακές εκλογές, όταν καλούμε τη δημοκρατία να σωπάσει, όταν απαγορεύουμε τις διαδηλώσεις και τις πολιτικές συγκεντρώσεις;
Το επιχείρημα της ασφάλειας χρησιμοποιείται για να περικλείσει την κοινωνία στον εαυτό της και για να αδειάσει το δημόσιο χώρο από την ίδια του την ουσία.
Τη στιγμή που η κλιματική πρόκληση έχει αναδειχθεί σε κεντρικό πλανητικό διακύβευμα, οι αρχές επικαλούνται τις επιθέσεις για να κλείσουν τα σύνορα στους πολίτες του κόσμου που οργανώνουν κινητοποιήσεις και έχουν ήδη απαγορεύσει τις διεθνείς πορείες επ’ αφορμής του COP21 όπως και κάθε διαδήλωση που θα εκφράζει τη διαφωνία, την εναντίωση, την κριτική.
Κρατήστε το φόβο σας, εγώ θα ασχοληθώ με τα υπόλοιπα, μας λέει πλέον η εξουσία, ανάγοντας την καχυποψία απέναντι σε μια κοινωνία πλουραλιστική, κινητοποιημένη και σε εγρήγορση, σε αρχή επιβίωσης και διάρκειας.
Οι τρομοκράτες δεν θα μπορούσαν να ονειρευτούν μεγαλύτερη συμβολική νίκη από μια τέτοια πρόσκληση για εγκατάλειψη της δημοκρατίας και για πλήρη ανάθεση της δικής μας εξουσίας στο κράτος, μέχρι να την απωλέσουμε οριστικά.
Αυτήν ακριβώς την κλιμάκωση αρνούμαστε, γιατί, αντί να μας προστατέψει, μας καθιστά πιο ευπαθείς, πιο εύθραυστους, και μας εκθέτει σε ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους.
Και αυτή η θέση αρχής απέχει πολύ από μια ανεύθυνη στάση ⦁ είναι η μόνη που διαφυλάσσει το μέλλον διαφωνώντας με αυτόν τον αιματοβαμμένο γάμο καταστολής και τρομοκρατίας.
Ένα παρόμοιο πρόταγμα ήταν εκείνο του συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, το 1955, έτος γέννησης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία, με το νόμο της 3ης Απριλίου. Από το θεατρικό του «Οι Δίκαιοι», το 1949, μέχρι το δοκίμιό του «O Εξεγερμένος Άνθρωπος», το 1951, o Αλμπέρ Καμύ δεν επέδειξε την παραμικρή επιείκεια απέναντι στην τρομοκρατία.
Όσο κι αν θεριεύει η μιζέρια, η απελπισία και οι ταπεινώσεις που μπορούν να την κυοφορήσουν, αδυνατεί να την δικαιολογήσει ⦁ την κατήγγειλε ως ένα μέσο δράσης που «παύει να είναι το ελεγχόμενο εργαλείο μιας πολιτικής, για να γίνει το τρελό όπλο ενός πρωτόγονου μίσους».
Ακόμα κι αν εκφράστηκε την εποχή γέννησης του φαινομένου, η ανησυχία του παραμένει δραματικά επίκαιρη στις μέρες μας.
Ο Καμύ, όπως όλοι οι συνεπείς δημοκράτες, ανησυχούσε για έναν αέναο αγώνα θανάτου όπου «καθένας επιτρέπει στον εαυτό του να εγκληματίσει προκειμένου να κερδίσει την πρωτιά».
Στα ιστορικά συμφραζόμενα ενός γαλλο-αλγερινού εμφύλιου πολέμου και μιας ηθικής κρίσης, των οποίων τα διακυβεύματα διατηρούν ακόμα κάποιες σχέσεις με τις σημερινές προκλήσεις, διαισθανόταν πόσο η εθελούσια τύφλωση απέναντι σε αιτίες και λύσεις έμελλε να έχει την χειρότερη έκβαση και για τα δυο στρατόπεδα.
Από την πτώση μιας (Γαλλικής) Δημοκρατίας από τα χτυπήματα των ακραίων υποστηρικτών της αποικιοκρατίας μέχρι το διχασμό ενός (Αλγερινού) Έθνους από την ακραία στρατιωτικοποίηση του απελευθερωτικού του κινήματος, περνώντας από την μετατροπή των βασανιστηρίων σε κοινοτοπία, η συνέχεια της ιστορίας δυστυχώς τον δικαίωσε.
Αλλά το 1955, θεωρεί ότι είναι ακόμα δυνατόν να σταματήσει τη μηχανή του θανάτου, και γι’ αυτό αναλαμβάνει ξανά για κάποιο διάστημα καθήκοντα δημοσιογράφου στο περιοδικό L’Express, προτού επιστρέψει στη σιωπή, μέσα στην πλήρη ακατανοησία των οικείων του, μετά την αποτυχία του καλέσματός του σε μια «πολιτική εκεχειρία», στο Αλγέρι, τον Ιανουάριο του 1956.
Το L’Express ήταν επίσης το βήμα του πολιτικού με την μεγαλύτερη ίσως διαύγεια πνεύματος την εποχή εκείνη, του Pierre Mendès France.
Στις 14 Μαίου 1955, υπέγραφε εκεί ένα κάλεσμα προκειμένου να μην αφεθεί η πολιτική στους επαγγελματίες της.
Σε μια εποχή εξίσου φορτισμένη με τη δική μας, καλούσε σε μια «κινητοποίηση της λαϊκής βούλησης» ενάντια στον κίνδυνο σφετερισμού και υποκατάστασης της πραγματικής πολιτικής από μια «πολιτική προορισμένη για κάποιους μυημένους, αποκλειστικό προνόμιο κάποιων τεχνοκρατών».
«Η πολιτική ανήκει στον πολίτη, αν ο πολίτης θέλει να την αναλάβει», κατέληγε ο Mendès France. Αυτό ακριβώς κάνουμε όταν αρνούμαστε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης του οποίου η πολεμική ιδεολογία μας αποστερεί την κοινή αξίωση: τη δημοκρατία».
(Μετάφραση: Πάνος Αγγελόπουλος)
*O Edwy Plenel είναι διευθυντής του γαλλικού ειδησεογραφικού ιστότοπου Mediapart.
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου