Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Οταν μιλούν οι τεχνοκράτες και σιωπούν οι πολιτικοί


Η μορφή και το μείγμα οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα -κυρίως τα τελευταία έξι χρόνια, που τα προγράμματα ακραίας λιτότητας καθορίζουν και τα βασικά της χαρακτηριστικά- αποτελούν ένα από τα βασικά παγκόσμια «στοιχήματα» στα οποία «τζογάρουν» (από τα κεφάλαιά τους μέχρι την αξιοπιστία τους) οι ισχυρότεροι οικονομικοί παράγοντες.
Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την επέλαση του νεοφιλελεύθερου δόγματος, έννοιες όπως ο «οικονομικός ορθολογισμός», οι «μεταρρυθμίσεις», η «διαφάνεια», η «αξιοπιστία» και η «εμπιστοσύνη» χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν και ανάλογα με τις στοχεύσεις του κάθε παράγοντα...

Οροι με κατ' αρχήν θετικό πνεύμα αποτελούν το εργαλείο για την επιβολή διαφορετικών πολιτικών ή/και τεχνοκρατικών μεθόδων με απώτερο σκοπό την επιτυχία, όπως αυτή νοείται κατά περίπτωση.
Αυτό το ιδιότυπο «παιχνίδι» έχει φυσικά νικητές και ηττημένους, τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Είναι βέβαια πρόδηλο ότι οι πολιτικοί έχουν ουσιαστικά παραχωρήσει τις θέσεις τους σε τεχνοκράτες και οι κοινωνικές επιπτώσεις υποκαθίστανται από την επιτυχία ή την αποτυχία εξισώσεων και καμπυλών.
 Η «οικογενειακή» φωτογραφία των ομιλητών του διήμερου συνεδρίουΗ «οικογενειακή» φωτογραφία των ομιλητών του διήμερου συνεδρίου | 
Οι λεπτές -και συχνά ανεπαίσθητες ή και ανύπαρκτες- διαφορές μεταξύ της πολιτικής και της τεχνοκρατικής αντίληψης για την οικονομία είναι το στοιχείο που συχνά επιδρά καταλυτικά στον σύγχρονο οικονομικό σχεδιασμό.
Λογιστές, ελεγκτές και στατιστικολόγοι εξετάζουν τις επιδράσεις των μέτρων που εισηγούνται οικονομολόγοι και νομικοί, με τη μεταξύ τους σχέση να είναι διαρκώς αμφίδρομη, ενώ οι πολιτικοί «ταγοί» επιλέγουν να κρατηθούν όσο το δυνατόν πιο μακριά από το πεδίο αυτό. Επιθυμούν απλώς θετικά αποτελέσματα, χωρίς όμως να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αυτά θα επιτευχθούν.
Η Ευρώπη, ακόμα και μια μικρή οικονομία της όπως η Ελλάδα, είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτού του υπόγειου ανταγωνισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι πάνω από τη Γηραιά Ηπειρο αλλά και την καθημαγμένη ελληνική οικονομία συγκεντρώνονται τέτοιου είδους παράγοντες.
Και ο καθένας από την πλευρά του στοιχηματίζει μαζί με την ευρυθμία των αριθμών και την προσωπική του υστεροφημία. Το αποτέλεσμα, βέβαια, για τις κοινωνίες είναι εξαιρετικά αρνητικό και όλοι οι εμπλεκόμενοι αναζητούν τους λόγους, χωρίς όμως να αναλαμβάνουν μερίδιο της ευθύνης.
Το συνέδριο
Στις 29 και 30 Απριλίου διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (USC), στο Λος Αντζελες των ΗΠΑ, διεθνές συνέδριο με τίτλο «Κυβερνητική δημοσιονομική ευθύνη και ευρωπαϊκή οικονομική κρίση: διαδρομές προς την ευημερία», το οποίο διοργανώθηκε από τέσσερα τμήματα και ινστιτούτα του Πανεπιστημίου και το «Charles & Agnes Kazarian Foundation», που συνδέεται με το επενδυτικό fund της Japonica, με ισχυρή παρουσία στο ελληνικό δημόσιο χρέος.
Πολιτικοί, λογιστές, οικονομολόγοι και αναλυτές συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν το πώς μπορούν να συμβαδίσουν η χρηστή διαχείριση και η αποτελεσματικότητα στην οικονομία της Ευρώπης, της ευρωζώνης και της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα εργαλεία λογιστικής διαφάνειας.
«Στην Ευρώπη δεν συζητείται ο ρόλος της λογιστικής στη διαχείριση του δημόσιου χρέους» είπε εισαγωγικά ο καθηγητής Ιστορίας Τζέικομπ Σολ, βραβευμένος για το βιβλίο του «The Reckoning» («Ο Λογαριασμός») που εξετάζει τον ιστορικό ρόλο της δημόσιας λογιστικής και «της ανόδου και της πτώσης των εθνών».
Πράγματι, ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για ένα τέτοιο εργαλείο και τα διεθνή του πρότυπα, που παρότι για τη μεγάλη κοινωνική πλειονότητα αποτελεί απλώς μια λεπτομέρεια, ωστόσο για μια ισχυρή κατηγορία τεχνοκρατών είναι... «ευαγγέλιο».
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν έχει υιοθετήσει το IPSAS, το διεθνές λογιστικό πρότυπο για τα δημόσια οικονομικά, αν και η κυβέρνηση από το 2015 έχει παράσχει τις σχετικές διαβεβαιώσεις (εσχάτως το επανέλαβε ο Δημήτρης Μάρδας). Το πρότυπο αυτό μπορεί, σύμφωνα με αναλυτές, να αποκαταστήσει μέρος της (πολυθρύλητης) εμπιστοσύνης των αγορών, να παράσχει σαφείς ενδείξεις για την πορεία της εκάστοτε οικονομίας και να λειτουργήσει ως στοιχείο διαφάνειας των δημόσιων οικονομικών.
Σύμφωνα βέβαια με τον Ντέιβιντ Ουόκερ, πρώην γενικό ελεγκτή των ΗΠΑ επί προεδρίας Μπους και νυν επικεφαλής σύμβουλο στην PricewaterhouseCoopers, η κύρια ευθύνη βαρύνει τους πολιτικούς, οι οποίοι «έχουν μυωπία, είναι κοντόφθαλμοι και έχουν προσωπικό συμφέρον από την επανεκλογή τους».
Αν προσπεράσουμε αυτού του είδους τις στερεότυπες απόψεις, φτάνουμε σε συμπέρασμα ενδιαφέρον, που αφορά την ανάλυση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Πολλοί εκ των ομιλητών επιχείρησαν να εξηγήσουν γιατί είναι θετική η υιοθέτηση του μοντέλου IPSAS, εστιάζοντας στον υπολογισμό της «καθαρής θέσης» («net worth») και του «καθαρού χρέους» («net debt») μιας οικονομίας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο υπολογισμός της «καθαρής θέσης» (ισούται με τη διαφορά των περιουσιακών στοιχείων του κράτους μείον τις υποχρεώσεις - δάνειά του) μπορεί να δώσει ευκρινή εικόνα για τη θέση της εκάστοτε οικονομίας.
Το δε «καθαρό χρέος», που αφορά περισσότερο τις τρέχουσες δανειακές υποχρεώσεις της κάθε χώρας, είναι σύμφωνα με τους υπερασπιστές του μοντέλου πιο χρήσιμος δείκτης από τον αντίστοιχο κανόνα του Μάαστριχτ (συνολικό χρέος προς ΑΕΠ). Και αυτό επειδή λειτουργεί πιο ελκυστικά για επενδύσεις και για την ενεργοποίηση δυνατοτήτων της κάθε οικονομίας.
Το ύψος της «καθαρής θέσης» εξαρτάται τόσο από τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους (οικονομικά ή μη) όσο και από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Το εύρος της διαφοράς αυτών εξαρτάται από το μέγεθος του κάθε στοιχείου. Κάθε χώρα, λοιπόν, για να μεταβάλει την «καθαρή θέση» έχει να επιλέξει ανάμεσα στη μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων της και τη μεταβολή του ύψους των υποχρεώσεων.
Με άλλα λόγια, η περίφημη «δημιουργική λογιστική» και οι εκάστοτε λογιστικές τακτικές παίζουν τεράστιο ρόλο, όπως επισήμανε και ο Φρανς Βαν Σάικ της Deloitte.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι επενδυτές όπως ο Πολ Καζάριαν της Japonica επενδύουν σε τέτοιους όρους, καθώς η αξία του fund υπολογίζεται κυρίως βάσει της αξίας του χαρτοφυλακίου του. Τα ελληνικά ομόλογα δεν είναι σκουπίδια, καθώς, όπως λένε οι ιθύνοντες, η θέση της ελληνικής οικονομίας είναι θετική.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η «καθαρή θέση» της ελληνικής οικονομίας ανέρχεται σε -131% του ΑΕΠ. Μπορεί να μοιάζει υπερβολικά αρνητικό το εν λόγω νούμερο, ωστόσο ισχυρότερες οικονομίες έχουν παρόμοιους δείκτες: οι ΗΠΑ 101%, η Γαλλία 130% και το Ισραήλ 158% του ΑΕΠ. Το fund επισημαίνει ότι η Ελλάδα έλαβε ήδη ελάφρυνση χρέους ύψους 17 δισ. ευρώ το 2015 και θα συνεχίσει να λαμβάνει.
«Αν δεν ξέρεις τι θέλεις, τι σχεδιάζεις και πού πηγαίνεις, τότε η διαφάνεια δεν έχει και πολύ νόημα», επισήμανε πάντως ο Μάρκο Καντζιάνο, πρώην υποδιευθυντής του ΔΝΤ.
Ολα είναι πολιτική
Η στρυφνή πραγματικότητα των αριθμών και της λογιστικής απέχει παρασάγγας από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών, και είναι χρονοβόρα στην εφαρμογή της. Για παράδειγμα ο Γκέρχαρντ Στέγκερ, κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών της Αυστρίας, είπε ότι η μεταρρύθμιση στα λογιστικά πρότυπα της χώρας πήρε σχεδόν 20 χρόνια, χρειάστηκε συνταγματική αναθεώρηση, εκπαίδευση των δημόσιων λειτουργών και των βουλευτών, αλλά και ευρεία πολιτική συναίνεση. Αντίστοιχες προσπάθειες έγιναν και στην Πορτογαλία, που υιοθέτησε το σχετικό λογιστικό πρότυπο.
Από εκεί και πέρα, όμως, ξεκινά η πολιτική διαχείριση, που άπτεται των εκατέρωθεν σχεδιασμών και στοχεύσεων γύρω από την εθνική οικονομία. Το πώς αποτυπώνεται το δημόσιο χρέος δεν είναι δηλαδή θέμα μόνο τεχνοκρατικό, αλλά φέρει και σημαντικό πολιτικό βάρος.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, για παράδειγμα, δήλωσε υπερήφανος για το PSI, σημείωσε ότι η απαίτηση για ορθή παρουσίαση του χρέους είναι θέμα αξιοπρέπειας και κυριαρχίας, ενώ θέλησε να αναδείξει την ανάλυση περί του ελληνικού χρέους από τον Γερμανό οικονομολόγο Γιούλιαν Σουμάχερ, που το υπολογίζει σε 98%.
Ενδεικτική, πάντως, συνολικά για τη διαχείριση του χρέους και των αριθμών που το αφορούν ήταν η συζήτηση που έφερε στην επιφάνεια ο πρώην αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών, και την οποία είχε την εποχή του PSI με τον εκπρόσωπο του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου. Ο Τσαρλς Νταλάρα είχε πει τότε ότι οι μελέτες γύρω από τη βιωσιμότητα του χρέους κινούνται ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη.
Ακόμα ένα ζήτημα που προκύπτει αφορά το σύνολο της ευρωζώνης, με τις θεωρίες, πολιτικές και οικονομικές, να περιπλέκονται πολύ περισσότερο. Ο Γεργκ Ασμουσεν, για παράδειγμα, επί πολλά έτη κορυφαίος κυβερνητικός παράγοντας στα υπουργεία επί των Οικονομικών και της Εργασίας, παρουσίασε τη δική του οπτική για το μέλλον και τις ανάγκες της ευρωζώνης.
«Ο ESM πρέπει να μετασχηματιστεί σε εργαλείο της ευρωζώνης που θα υφίσταται έλεγχο από εκλεγμένο σώμα, που θα προκύπτει από τις χώρες της ευρωζώνης» είπε, ιδιαίτερα τώρα που «ο υπαρξιακός κίνδυνος της ευρωζώνης έχει εκλείψει», ενώ η «διάθεση των πολιτών να παραμείνει η ευρωζώνη ενιαία είναι πλέον παραπάνω από ισχυρή».
Εκτίμησε επίσης ότι η Ελλάδα «σηκώνει μεγάλο βάρος λόγω της προσφυγικής κρίσης», χαρακτηρίζοντας το προσφυγικό «υπ' αριθμόν 1 πρόβλημα». «Αν θες ως Ευρώπη να λύσεις το νούμερο 1 πρόβλημα, τότε μπορείς να είσαι πιο ευέλικτος στα υπόλοιπα», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
Το συμπέρασμα
Το διήμερο συνέδριο, από το οποίο μόνο ένα μέρος μπορέσαμε να παρουσιάσουμε εδώ, έδωσε τροφή σε μια κλασική συζήτηση που διεξάγεται από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα: Ποιοι είναι οι κανόνες που διαπερνούν τους πολιτικούς, τους οικονομολόγους και τους οικονομικούς τεχνοκράτες, και πού μπορούν να βοηθήσουν στην υπέρβαση της κρίσης;
Στον περίπλοκο καπιταλιστικό κόσμο, το βέβαιο είναι ότι όλες οι παραπάνω ειδικότητες είναι χρήσιμες. Και έννοιες όπως «δημοκρατία», «διαφάνεια» και «αξιοπιστία» μπορούν να αποτελέσουν «οδηγό» για μια χρηστή οικονομική διαχείριση.
Το ζήτημα βέβαια παραμένει: Ποιος έχει το «πάνω χέρι» και τη βούληση να εφαρμόσει τολμηρές πολιτικές με στόχο την κοινωνική ευημερία των πολλών.

Κλειδί η ΕΚΤ, πρόβλημα το Μάαστριχτ

«Υπάρχει ένα ερώτημα βασικό: Ενώ όλοι παραδεχόμαστε ότι χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, γιατί δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία;» είπε ο γνωστός Βρετανός οικονομικός αναλυτής και αρθρογράφος Ανατόλι Καλέτσκι.
Η «απλή» απάντηση που έδωσε ήταν η εξής: «Η Ε.Ε. έχει δομηθεί σε κανόνες, κυβερνάται από κανόνες, υπάρχει κυρίως λόγω των κανόνων της. Οι κανόνες αυτοί διαμορφώνονται από οικονομολόγους και ερμηνεύονται από δικηγόρους. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι οι οικονομολόγοι δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τα γεγονότα».
Ως παράδειγμα αυτού του σχήματος έφερε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία θεσπίστηκε το 1989 κατά τη διάρκεια της «αντεπανάστασης, κατά την οποία θεωρούνταν ότι η νομισματική πολιτική έχει μόνο έναν στόχο: τον έλεγχο του πληθωρισμού».
Από αυτή τη δομική κριτική, ο Καλέτσκι, μέσα από την παράθεση πινάκων για τη διαχείριση της ΕΚΤ, έφτασε στο εξής συμπέρασμα για την Ελλάδα: «Αν η χώρα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, όταν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις, τότε πολύ γρήγορα θα επωφεληθεί όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, βλέποντας μείωση των επιτοκίων δανεισμού της και βελτίωση της δημοσιονομικής της θέσης».
Την αποτυχία του Μάαστριχτ αναγνώρισε πάντως και ο Φόλκερ Βίλαντ, οικονομολόγος και ένας εκ των πέντε συμμετεχόντων στο γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
Ο Βίλαντ επισήμανε ότι στο πολιτικό επίπεδο επείγει η πολιτική ένωση της ευρωζώνης, σημειώνοντας μάλιστα ότι «δεν τίθεται θέμα λαϊκισμού όταν μια χώρα δεν θέλει να παραχωρηθεί η κυριαρχία της. Δείτε, για παράδειγμα, τη Γαλλία». Υπογράμμισε δε ότι «η εθνική κυριαρχία απαιτεί εθνική υπευθυνότητα, γι' αυτό χρειάζεται πειθαρχία των αγορών».

efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια: