pitsirikos.net
Το κορμί της Κλαούντιας ήταν ιδρωμένο. Το φουστάνι της είχε κολλήσει πάνω στο σώμα της και αναδείκνυε τις τέλειες αναλογίες της. Οι ρώγες της είχαν γίνει πέτρα και η επιθυμία για σαρκική ηδονή κατέκλυζε όλο της το είναι.
Ο Πλωτίνος έλυσε την... γραβάτα του, πλησίασε την Κλαούντια και με μια απότομη κίνηση της έσκισε το φόρεμα.
Η Κλαούντια ήταν πια γυμνή. Έφερε το δεξί της χέρι στον καβάλο του Πλωτίνου, άγγιξε την σκληρή σάρκινη ρομφαία του πάνω από το παντελόνι και του είπε: «Είμαι η πουτάνα σου».
Ο Πλωτίνος –ανέκφραστος και χωρίς να πει λέξη- την πέταξε μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι, πήρε το μαστίγιο από την ντουλάπα και άρχισε να την μαστιγώνει στην κωλοχωρίστρα.
Η Κλαούντια ούρλιαζε από ευχαρίστηση. «Πιο δυνατά, πιο δυνατά» φώναζε, ενώ η ηδονή πλημμύριζε το κολασμένο κορμί της.
Καλά, ρε παιδιά, εδώ η χώρα έχει χρεοκοπήσει, άνθρωποι τρώνε από τα σκουπίδια, χιλιάδες μεταναστεύουν, και εσείς κάθεστε και διαβάζετε για το αν θα πηδήσει ο Πλωτίνος την Κλαούντια;
Ουστ, να μου χαθείτε να χάνεστε, παλιοθρασίμια! Βόδια των βοδιώνε!
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου