Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Το ποίημα που δεν ανέβηκε

Μίκης Θεοδωράκης
Την Κυριακή το βράδυ έτυχε να παρακολουθήσω τη συνάντηση των μελών μιας λέσχης ανάγνωσης με έναν πολύ καλό (και ακόμα) νέο συγγραφέα, τον Δημοσθένη Παπαμάρκου. Η εκδήλωση ήταν προγραμματισμένη εδώ και καιρό, δεν γινόταν να αναβληθεί, όμως αυτό που μας απασχολούσε δεν ήταν η λογοτεχνία, αλλά το συλλαλητήριο για το Μακεδονικό...


Ακόμα ηχούσαν στα αυτιά μας τα εθνικιστικά συνθήματα και ο «αριστερόστροφος φασισμός», ακόμα ξαναρχόταν στο νου μας η εικόνα των μαυροφορεμένων ιεραρχών στην εξέδρα που φιλούσαν τον Μίκη στο μάγουλο, η εικόνα των ωρυόμενων λοκατζήδων και άλλες παρόμοιες.

Οι απόγονοι αυτών που είχαν απαγορεύσει τα τραγούδια του Θεοδωράκη, που τον είχαν στείλει στη Μακρόνησο, αυτών που βασάνισαν τον ίδιο και τους συντρόφους του, οι φίλοι εκείνων που δολοφόνησαν τον Παύλο Φύσσα, όλοι αυτοί τώρα αποθέωναν τον συνθέτη που έγραψε τραγούδια για τον Παναγούλη, τον Μανδηλαρά, τον άλλο Αντρέα. Δύσκολο να το καταπιείς.

Δεν ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Και ίσως κανείς να μην είχε πραγματική διάθεση να συζητήσει για βιβλία, όμως έπρεπε να ξεφύγουμε από όσα μας περικύκλωναν.

Μιλήσαμε λοιπόν, για κανά δίωρο για το «Γκιακ», την αρβανίτικη διάλεκτο, τα σφαγεία, τη βία στον πόλεμο και μετά τον πόλεμο. Και αφού ο συγγραφέας υπέγραψε τα βιβλία του, αφού κλείσαμε το κεφάλαιο «λογοτεχνία», ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στο συλλαλητήριο και στα όσα αυτό μπορεί να προαναγγέλλει για το κοντινό μέλλον.

«Δεν είδα τηλεόραση, ήμουν αλλού», μας είπε ο Αντώνης, ένας δάσκαλος, που ακόμα ήταν αλλού, για την ακρίβεια μόλις είχε επιστρέψει από ένα μονοήμερο ταξίδι στον Ταΰγετο.

«Όμως πολλοί μαθητές μου και πρώην μαθητές μου και οι γονείς τους, που είναι φίλοι μου στο Facebook, έχουν ανεβάσει φωτογραφίες τους με σημαίες και σημαιάκια. Κι αρκετοί γράφουν με ενθουσιασμό για τον "αριστερόστροφο φασισμό". Ήθελα ν' ανεβάσω κι εγώ ένα ποίημα του Βρεττάκου για τον Ταϋγετο, αλλά δεν πρόλαβα…»

Δεν πρόλαβε, δεν είχε τη διάθεση; Είχε όμως τη διάθεση να μας απαγγείλει τους τελευταίους στίχους από το ποίημα «Ο Ταΰγετος και η σιωπή»:

Ετσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε

Τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη

Τυχερός ο Αντώνης. Ακόμα βρισκόταν μες στην ομίχλη του βουνού και τις βαθιές χαράδρες, ακόμα έβλεπε νεροσυρμές, έλατα και αγριοπερίστερα και τον αετό «να σπαθίζει τα σύννεφα». Δεν έβλεπε τη φαιά ομίχλη που είχε απλωθεί στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί ούτε η ποίηση ούτε η αγάπη περπάτησαν στο Σύνταγμα, μόνο στριγκές φωνές πλάι σε γιγαντοσημαίες.

Πόσα like να έπαιρνε ο Ταΰγετος μια τέτοια μέρα; Πάντως λιγότερα απ' όσα πήραν Τζήμερος και Κασιδιάρης για τις θριαμβευτικές αναρτήσεις τους.

Την επομένη μίλησα με τον Αντώνη στο τηλέφωνο. Οι μαθητές του ούρλιαζαν στο διάλειμμα «Η Μακεδονία είναι ελληνική» και κοπανούσαν ο ένας τον άλλον, όπως πριν ένα χρόνο, στις μέρες του τηλεοπτικού «Survivor» ούρλιαζαν «Λάουρα, Λάουρα!» και «Ντάνος, Ντάνος!».

efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια: