Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Αδι-ανόητα

Αδωνις ΓεωργιάδηςΝίκος Φίλης
Ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ., κ. Γεωργιάδης, και υπό την ιδιότητα του «διπλωματούχου φιλολόγου», χαρακτήρισε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη «αδιανόητη» την άποψη ότι υφίσταται η αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ σλαβομακεδονική γλώσσα και στη συνέχεια μου επιτέθηκε ισχυριζόμενος ότι διατυπώνω απόψεις που βλάπτουν τη διαπραγμάτευση...

Χαρακτήρισε, μάλιστα, τη συγκεκριμένη γλώσσα «βουλγαρική διάλεκτο», χωρίς όμως να δώσει περαιτέρω επιστημονικά τεκμήρια διεθνώς αναγνωρισμένα για αυτή του την τοποθέτηση.
Τάχθηκε, έτσι, με τρόπο επιπόλαιο και αστόχαστο στο πλευρό κάποιων περιθωριακών ακραίων βουλγαρικών κύκλων, που φαντασιώνονται τη Μεγάλη Βουλγαρία, με τη συμπερίληψη σε αυτήν του μεγαλύτερου μέρους της ΠΓΔΜ, ως περιοχή ομόγλωσση και εθνοτικά ταυτόσημη.
Δυστυχώς, οι απόψεις που ιστορικά πρεσβεύει ο κ. Γεωργιάδης για το «Σκοπιανό», πότε ως πωλητής χουντοβιβλίων, πότε ως βουλευτής του ΛΑΟΣ, πότε ως προβεβλημένο στέλεχος της Ν.Δ., αλλά, κυρίως, ως παντοτινός ακροδεξιός, αυτή την πολύ επικίνδυνη για τη χώρα μας προοπτική εξυπηρετεί. Την επιδίωξη, δηλαδή, να διαλυθεί το γειτονικό κράτος, κάτι που θα έχει ως πιθανότερη συνέπεια τον διαμοιρασμό του και τη δημιουργία στα βόρεια σύνορα της χώρας μας της «μεγάλης Βουλγαρίας» και της «μεγάλης Αλβανίας».
Αυτό το αδιανόητο θέλει ο κ. Γεωργιάδης; Αυτό επιδιώκει; Συνειδητοποιεί και ο ίδιος και όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του τι μπορεί να εγκυμονεί στο παρόν και στο μέλλον μια τέτοια εξέλιξη για την Ελλάδα;
Ή, μπροστά στην επίδειξη πατριδοκάπηλης αδιαλλαξίας και μικροπολιτικής εκμετάλλευσης των πατριωτικών αισθημάτων του λαού μας σχετικά με το Μακεδονικό, μπορούμε να παίζουμε με τα σπίρτα κοντά στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων; 
Οποιος αυτά λέγει και πράττει, είναι, μα την αλήθεια, επικίνδυνα αδι-ανόητος.
Σε ό,τι αφορά την αναγνώριση αυτής της γλώσσας των γειτόνων μας από την Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το διάστημα 17 Αυγούστου-7 Σεπτεμβρίου 1977, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπό την προεδρία μάλιστα του Ελληνα εκπροσώπου Λ. Ν. Μαυρίδη, και με τη συμμετοχή του τότε υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, Κωνσταντίνου Τρυπάνη, ο κ. Γεωργιάδης ισχυρίστηκε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, αλλά, απλώς, κατατέθηκε ένα έγγραφο από γιουγκοσλαβικής πλευράς. 
Αντίθετα, όμως, με τον ψευδή ισχυρισμό Γεωργιάδη, στα συμπεράσματα της συγκεκριμένης διάσκεψης αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Αναγνωρίζοντας περαιτέρω ότι στη Γιουγκοσλαβία η λατινοποίηση του σερβο-κροατικού και μακεδονικού κυριλλικού αλφάβητου έχει από καιρό χρησιμοποιηθεί σε επίσημα γεωγραφικά λεξικά και χάρτες», η διάσκεψη συνιστά πως «τα συστήματα που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος ψηφίσματος πρέπει να υιοθετηθούν ως διεθνή συστήματα για τη λατινοποίηση των σερβο-κροατικών και μακεδονικών γεωγραφικών ονομασιών στη Γιουγκοσλαβία» (βλ. «Εφημερίδα των Συντακτών», 31/1/2018). 
Αλλά, αν δεν του αρκούν τα παραπάνω, ας αναζητήσει ο κ. Γεωργιάδης στα Πρακτικά της Βουλής (17 και 18-9-1959) τι έλεγε ένας άλλος μεγάλος πολιτικός της συντηρητικής παράταξης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Στη συζήτηση για την κύρωση της ελληνογιουγκοσλαβικής συμφωνίας μεθοριακής επικοινωνίας, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αβέρωφ αναφέρθηκε σε «Μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει γραμματικήν και συντακτικόν», δήλωσε δε κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ζητήσει από τη Γιουγκοσλαβία να μην χρησιμοποιεί μια γλώσσα που είναι κατοχυρωμένη στο Σύνταγμά της ως επίσημη γλώσσα.
«Είναι ωσάν να είπωμεν ότι πρέπει να καταργηθή το Σύνταγμά της», δήλωσε χαρακτηριστικά (βλ. το βιβλίο του Σωτήρη Βαλντέν «Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία. Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης», Θεμέλιο 1991, σ. 16). 
«Ουδέποτε ο Μυριβήλης έγραψε για σλαβομακεδονική γλώσσα» είπε με βεβαιότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ο διαπρεπής φιλόλογος κ. Γεωργιάδης.
Τον παραπέμπουμε, λοιπόν, στο αντιμιλιταριστικό (ελπίζουμε να του είναι κατανοητός ο όρος) πεζογράφημα του Στρατή Μυριβήλη «Ζωή εν τάφω», που η πρώτη (1924) και η δεύτερη (1930) έκδοσή τους τυπώθηκαν για πρώτη φορά σε έναν τόμο από τις εκδόσεις «Εστία» το 2016.
Εκεί, παρατίθεται από τον Μυριβήλη η μαρτυρία του για τους κατοίκους του «μακεδονίτικου» χωριού Βελούσινα και για τη γλώσσα τους όταν γράφει:
«Είναι ένα σλαβικό παρακλάδι με πολλά τούρκικα και ρωμέικα στοιχεία. [...] Αυτοί εδώ οι χωριάτες, που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα κι οι Βουργάροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούνε τους πρώτους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό.
Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του “Ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης”.
Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σ’ αυτό τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο.
Επειτα οι τάφοι των παλιώ τους προεστών έχουνε πάνω στις πέτρες σκαλισμένα ελληνικά γράμματα.
Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους, και στα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία των εκκλησιώ τους.
Ωστόσο, δε θέλουν να ’ναι μήτε “Μπουλγκάρ”, μήτε “Σρρπ”, μήτε “Γκρρτς”. Μοναχά “Μακεντόν ορτοντόξ”». 
Οπως αποδεικνύεται από τα παραπάνω, όχι μόνο ο ΟΗΕ, αλλά και η ελληνική Πολιτεία, σημαντικοί διανοούμενοι και γλωσσολόγοι έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξη ξεχωριστής γλώσσας στο γειτονικό μας κράτος.
Τα περί «βουλγαρικής διαλέκτου» είναι κατασκευές, πρωτίστως, του βουλγαρικού εθνικισμού-επεκτατισμού, που, ενώ έχουν εγκαταλειφθεί στη σημερινή Βουλγαρία, υιοθετούνται από παράγοντες της παλιάς και νέας ελληνικής εθνικοφροσύνης, χωρίς επίγνωση των συνεπειών.
Δεν νομίζουμε ότι η πλαισίωση αυτών των απόψεων με το πολιτικό και επιστημονικό κύρος του κ. Γεωργιάδη θα τους προσδώσει κάποια επιπλέον εγκυρότητα. 
Υποχρεωθήκαμε, σε μια εκτενή απάντηση στον κ. αντιπρόεδρο της Ν.Δ., γιατί είναι ο τυπικός εκπρόσωπος μιας περισπούδαστης και αλαζονικής ημιμάθειας που περιβάλλεται τον μανδύα της έγκυρης και αναμφισβήτητης γνώσης, η οποία με την πληθωρική προβολή της από πολλά ΜΜΕ κανοναρχεί και διαπαιδαγωγεί μια μερίδα του λαού σε ακραίες θέσεις, χωρίς επιστημονική και ιστορική βάση. Κάτι που στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς και οδυνηρά αδιέξοδα.
Μιας «γνώσης», μάλιστα, που είναι τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, ώστε ο κ. Γεωργιάδης δηλώνει έτοιμος «να σκίσει το πτυχίο του» αν δεν ισχύουν όσα ισχυρίζεται.
Πολύ φοβόμαστε, όσο αδιανόητο κι αν του φαίνεται, ότι θα υποχρεωθεί να το κάνει. 
*βουλευτής Α' Αθήνας και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: