Βράδιαζε, γύρω στις 8 μ.μ. Και καθώς το φως υποχωρούσε, η εικόνα μπροστά μου σκλήρυνε. Βλέπετε, μόλις μπαίνει κανείς αυτή την ώρα σ’ αυτή την «πύλη», το καθεστώς αλλάζει. Το ξέρουν όλοι πια. Καταλαβαίνεις πως μπαίνεις σε μια άλλη πόλη που δεν έχει καμία σχέση με δυο δρόμους παραπάνω, όπου η νεολαία των Αθηνών διασκεδάζει.
Εδώ οι νέοι άνθρωποι είναι ξαπλωμένοι στον πολύ βρόμικο δρόμο και σε κοιτούν με μάτια θολά. Δεν θέλουν κάτι από σένα. Απλά σε κοιτούν να διασχίζεις τον δρόμο που μυρίζει ούρα και αποφορά της αγοράς που κλείνει. Οι μετανάστες φτιάχνουν πηγαδάκια στην πλατεία Κοτζιά και καταλαβαίνεις πως τα έθνη δεν αναμιγνύονται, ούτε συνομιλούν οι ξανθοί με τους πιο σκούρους.
Ενας ρακοσυλλέκτης –πιθανότατα Ελληνας από τις βρισιές που ξεστόμισε– στραβοπάτησε στο πεζοδρόμιο και βρέθηκε φαρδύς πλατύς ανάμεσα στα παράταιρα πράγματα που είχε μαζέψει στο καροτσάκι του. Μια ομπρέλα θαλάσσης μπλέχτηκε σε ένα μάλλινο πουλόβερ. Δεν του δίνει κανείς σημασία. Σε αυτό το μέρος τα βγάζει κανείς πέρα μόνος του. Εκείνος ξαναμάζεψε το βιος του στο καρότσι και έτρεξε σαν τρελός ανάμεσα στα περιστέρια που κοιμόντουσαν ήδη.
Υστερα από αυτό, σαν να βάρυνε ξαφνικά ο αέρας, τη θέση του φωτός κατέλαβε τώρα οριστικά ένα πλάκωμα, σκοτάδι. Στην πλατεία ανάβει ένα μοναδικό φως κι ο Ζακ βγαίνει στη σκηνή. Δεν είναι πληγωμένος. Το δέρμα του είναι άσπρο και τέλειο. Τα μαλλιά του κατάμαυρα και καλοχτενισμένα.
Τα μάτια του βαμμένα χρυσά και τα χείλη κόκκινα. Χορεύει και τραγουδά: «put the blame on me, ρίξε το φταίξιμο σε μένα». Η πλατεία σιωπά, η Αθήνα σιωπά. Οι άνθρωποι αφήνουν τα πληκτρολόγια και μπαίνουν στη ζωή του Ζακ, θεατές του. Τους αφήνω και προχωρώ πιο βαθιά, στα στενά. Η εικόνα αδυσώπητη πάλι, σκληρή. Παντέρημοι άνθρωποι, φαντάσματα κι ας αναπνέουν ακόμα. Ο Ζακ δεν αναπνέει πια. Η παράσταση τελείωσε και θα ξεχαστεί σε λίγες μέρες. Για λίγο μόνο πάλι, ακόμη μια φορά, «από την πληγή ενός ανθρώπου κοιτάξαμε του κόσμου την πληγή».
Κυριακή Μπεϊόγλου
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου