Το 1978 με τον Νορβηγό συνάδελφό μου Ράγκναρ Γκράντ Στένε εργαζόμασταν για το νορβηγικό πρακτορείο ειδήσεων IPF. Σε μια εποχή που στην Ελλάδα ήταν δύσκολο να ταξιδέψεις για αποστολή στο εξωτερικό, οι Νορβηγοί, που ακόμη και σήμερα διαβάζουν σαν
τρελοί εφημερίδες και περιοδικά, διέθεταν άφθονο χρήμα στους δημοσιογράφους τους. Ετσι, μας ανέθεσαν και μια αποστολή στην Κατεχόμενη Κύπρο. Είχα εφοδιασθεί με την ταυτότητα του πρακτορείου και ως ανταποκριτές νορβηγικού μέσου κανονίσαμε να περάσουμε εύκολα στα Κατεχόμενα...
Θυμάμαι, μείναμε στο ξενοδοχείο Κένεντυ της Λευκωσίας. Και την επόμενη μέρα περάσαμε την πράσινη γραμμή.
Μου έρχονται στο νου όλα αυτά, τώρα που οι Τούρκοι απειλούν με προσάρτηση μιας περιοχής, της Αμμοχώστου, της περιοχής που από τότε μέχρι σήμερα παραμένει μια πόλη φάντασμα.
Με ένα νοικιασμένο τζιπάκι φτάσαμε στην Αμμόχωστο. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Ξενοδοχεία χτυπημένα από βλήματα, μισογκρεμισμένα, ανοιχτά στον κάθε πλιατσικολόγο, λεηλατημένα. Θυμάμαι ακόμη τις έρημες ρουλέτες στα καζίνο, τα σπασμένα γραφεία, τα κομματιασμένα έπιπλα, χαρτιά σκορπισμένα εδώ και εκεί.
Όλα ήταν όπως τ’ άφησαν οι Τούρκοι εισβολείς μετά το μεγάλο πλιάτσικο που επιχειρήθηκε στην άδεια από τον ελληνικό πληθυσμό της πόλη. Περπατήσαμε ώρες ατελείωτες στους έρημους δρόμους, μπήκαμε σε αμέτρητα ξενοδοχεία, πολυτελέστατα και πλούσια παρατημένα στη φθορά του χρόνου. Και είχαν περάσει μόλις τέσσερα χρόνια από την εισβολή.
Ηταν μια τρομακτική εμπειρία στο πλουσιότερο και πλέον τουριστικό μέρος του νησιού που είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη νεκρόπολη. Θυμάμαι πολύ καλά τον Ράγκναρ να ψάχνει χαρτιά, να φωτογραφίζει έγγραφα, να αιχμαλωτίζει σκηνές που έδειχναν ότι τα κτίρια είχαν εγκαταλειφθεί εν ώρα λειτουργίας.
Με τα στυλό αφημένα στα γραφεία, με τις μάρκες στα τραπέζια της ρουλέτας, με πίνακες σχισμένους ή μουτζουρωμένους με μαρκαδόρο με την κόκκινη ημισέληνο ζωγραφισμένη άγαρμπα στους τοίχους.
Αργότερα και μέχρι τη δύση του ήλιου επισκεφθήκαμε την Κερύνεια αλλά και κάποια χωριά της Καρπασίας και μιλήσαμε με Ελληνες, Κυπρίους που είχαν παραμείνει οικειοθελώς «εγκλωβισμένοι» στον τόπο τους. Σε ένα από αυτά τα χωριά μιλήσαμε με τον ιερέα που παρέμεινε εκεί και εξακολουθούσε να λειτουργεί στην μικρή εκκλησία.
Όταν γυρίσαμε στη Λευκωσία μας περίμεναν τα παιδιά στη ρεσεψιόν ανυπομονώντας να τους περιγράψουμε όσα είχαμε δει. Θυμάμαι ακόμη την κοπέλα, φοιτήτρια, που εργαζόταν τα καλοκαίρια στο ξενοδοχείο και που επέμενε να της εξιστορήσουμε όσα είχαμε συναντήσει στην κατεχόμενη πατρίδα της.
«Πέστε μου για την Κερύνεια» επέμενε. Ο Ράγκναρ της περιέγραψε την πόλη που την κατοικούσαν πλέον σχεδόν αποκλειστικά έποικοι.
Κάποια χρόνια αργότερα συνάντησα το κορίτσι της ρεσεψιόν στο υπουργείο Ναυτιλίας. Είχε έρθει στην Ελλάδα και δημοσιογραφούσε. «Αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος έπειτα απ’ όσα μας είπατε εκείνο το βράδυ» μου είπε η Θεοδοσία Κοντζόγλου.
Σήμερα οι Τούρκοι έπειτα από αρκετές δεκαετίες απειλούν να εποικίσουν και την Αμμόχωστο.
Εχουμε υποχρέωση να μην τους το επιτρέψουμε. Είναι στρατιωτική περιοχή και πρέπει να παραμείνει έτσι μέχρι να γυρίσουν σε αυτή οι πραγματικοί της κάτοικοι.
* Το οδοιπορικό εκείνο δημοσιεύθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά περιοδικά και στον "Ταχυδρόμο" με διευθυντή τον αείμνηστο Νίκο Κυριαζίδη.
** Είναι το χρονογράφημα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΠΡΑΝΟΥ στην Εστία της Πέμπτης. Τίτλος του «Να μη χαθούν και τα Βαρώσια».
τρελοί εφημερίδες και περιοδικά, διέθεταν άφθονο χρήμα στους δημοσιογράφους τους. Ετσι, μας ανέθεσαν και μια αποστολή στην Κατεχόμενη Κύπρο. Είχα εφοδιασθεί με την ταυτότητα του πρακτορείου και ως ανταποκριτές νορβηγικού μέσου κανονίσαμε να περάσουμε εύκολα στα Κατεχόμενα...
Θυμάμαι, μείναμε στο ξενοδοχείο Κένεντυ της Λευκωσίας. Και την επόμενη μέρα περάσαμε την πράσινη γραμμή.
Μου έρχονται στο νου όλα αυτά, τώρα που οι Τούρκοι απειλούν με προσάρτηση μιας περιοχής, της Αμμοχώστου, της περιοχής που από τότε μέχρι σήμερα παραμένει μια πόλη φάντασμα.
Με ένα νοικιασμένο τζιπάκι φτάσαμε στην Αμμόχωστο. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Ξενοδοχεία χτυπημένα από βλήματα, μισογκρεμισμένα, ανοιχτά στον κάθε πλιατσικολόγο, λεηλατημένα. Θυμάμαι ακόμη τις έρημες ρουλέτες στα καζίνο, τα σπασμένα γραφεία, τα κομματιασμένα έπιπλα, χαρτιά σκορπισμένα εδώ και εκεί.
Όλα ήταν όπως τ’ άφησαν οι Τούρκοι εισβολείς μετά το μεγάλο πλιάτσικο που επιχειρήθηκε στην άδεια από τον ελληνικό πληθυσμό της πόλη. Περπατήσαμε ώρες ατελείωτες στους έρημους δρόμους, μπήκαμε σε αμέτρητα ξενοδοχεία, πολυτελέστατα και πλούσια παρατημένα στη φθορά του χρόνου. Και είχαν περάσει μόλις τέσσερα χρόνια από την εισβολή.
Ηταν μια τρομακτική εμπειρία στο πλουσιότερο και πλέον τουριστικό μέρος του νησιού που είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη νεκρόπολη. Θυμάμαι πολύ καλά τον Ράγκναρ να ψάχνει χαρτιά, να φωτογραφίζει έγγραφα, να αιχμαλωτίζει σκηνές που έδειχναν ότι τα κτίρια είχαν εγκαταλειφθεί εν ώρα λειτουργίας.
Με τα στυλό αφημένα στα γραφεία, με τις μάρκες στα τραπέζια της ρουλέτας, με πίνακες σχισμένους ή μουτζουρωμένους με μαρκαδόρο με την κόκκινη ημισέληνο ζωγραφισμένη άγαρμπα στους τοίχους.
Αργότερα και μέχρι τη δύση του ήλιου επισκεφθήκαμε την Κερύνεια αλλά και κάποια χωριά της Καρπασίας και μιλήσαμε με Ελληνες, Κυπρίους που είχαν παραμείνει οικειοθελώς «εγκλωβισμένοι» στον τόπο τους. Σε ένα από αυτά τα χωριά μιλήσαμε με τον ιερέα που παρέμεινε εκεί και εξακολουθούσε να λειτουργεί στην μικρή εκκλησία.
Όταν γυρίσαμε στη Λευκωσία μας περίμεναν τα παιδιά στη ρεσεψιόν ανυπομονώντας να τους περιγράψουμε όσα είχαμε δει. Θυμάμαι ακόμη την κοπέλα, φοιτήτρια, που εργαζόταν τα καλοκαίρια στο ξενοδοχείο και που επέμενε να της εξιστορήσουμε όσα είχαμε συναντήσει στην κατεχόμενη πατρίδα της.
«Πέστε μου για την Κερύνεια» επέμενε. Ο Ράγκναρ της περιέγραψε την πόλη που την κατοικούσαν πλέον σχεδόν αποκλειστικά έποικοι.
Κάποια χρόνια αργότερα συνάντησα το κορίτσι της ρεσεψιόν στο υπουργείο Ναυτιλίας. Είχε έρθει στην Ελλάδα και δημοσιογραφούσε. «Αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος έπειτα απ’ όσα μας είπατε εκείνο το βράδυ» μου είπε η Θεοδοσία Κοντζόγλου.
Σήμερα οι Τούρκοι έπειτα από αρκετές δεκαετίες απειλούν να εποικίσουν και την Αμμόχωστο.
Εχουμε υποχρέωση να μην τους το επιτρέψουμε. Είναι στρατιωτική περιοχή και πρέπει να παραμείνει έτσι μέχρι να γυρίσουν σε αυτή οι πραγματικοί της κάτοικοι.
* Το οδοιπορικό εκείνο δημοσιεύθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά περιοδικά και στον "Ταχυδρόμο" με διευθυντή τον αείμνηστο Νίκο Κυριαζίδη.
** Είναι το χρονογράφημα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΠΡΑΝΟΥ στην Εστία της Πέμπτης. Τίτλος του «Να μη χαθούν και τα Βαρώσια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου