Η ελληνική δημοσιογραφία έχει σπουδαία παράδοση. Στη διαδρομή της, από τις πρώτες εφημερίδες του νέου ελληνικού κράτους μέχρι την προσαρμογή στην εποχή του Διαδικτύου, έμεινε...
προσηλωμένη στο ρόλο της.
Είχε και στίγματα. Αλλά στάθηκε πάντα στο ύψος της αποστολής της: την ενημέρωση με τις επιμέρους εκδοχές της. Δημοσιογράφοι μαρτύρησαν επί των επάλξεων του επαγγέλματος για την αλήθεια, την ελευθερία και τη Δημοκρατία.
Ήταν μια δουλειά που έκαναν εγγράμματοι, ευσυνείδητοι, ταλαντούχοι και σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, με ήθος και αίσθηση αποστολής. Υπήρξαν και τσαρλατάνοι, αλλά δεν έδιναν αυτοί τον τόνο.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η δημοσιογραφία εκτοπίζεται και τη θέση της παίρνει η παραδημοσιογραφία των διατετεγμένων ρόλων που υπηρετούν άξεστοι, ανάγωγοι, αυλόδουλοι, συμπλεγματικοί και δήθεν. Πρόσωπα που εμφανίζονται ως δημοσιογράφοι, αλλά είναι εμπορευόμενοι, βαποράκια και ενδιάμεσοι.
Η αληθινή δημοσιογραφία υποχώρησε κυρίως γιατί άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς στα ΜΜΕ. Τη θέση των εκδοτών πήραν επιχειρηματίες, ενίοτε κακόφημοι, που χρηματοδοτούν δημοσιογραφικές επιχειρήσεις ως μοχλούς πίεσης για την αφαίμαξη δημοσίου χρήματος, δια της χειραγώγησης του πολιτικού προσωπικού.
Αυτό απαιτούσε ένα συγκεκριμένο είδος δημοσιογράφων και το κατασκεύασαν με τα αντίστοιχα υλικά. Αρχικά παίρνοντας ανθρώπους από το δρόμο τους οποίους έκαναν δημοσιογράφους- του σκοινιού και του παλουκιού. Όταν αυτοί έφτασαν να γίνουν διευθυντικά στελέχη κλωνοποίησαν τον εαυτό τους. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε γύρω μας.
Παρά την αλματώδη εξέλιξη της δημοσιογραφίας διεθνώς, στην Ελλάδα έμεινε να θεωρούνται δημοσιογράφοι όσοι απλώς έχουν προσληφθεί από έναν εκδότη. Ή όσοι απλώς γράφουν σε ένα έντυπο ή εκπέμπουν σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό και εμφανίζονται σε ένα κανάλι.
Όλοι μαζί συνθέτουν τον “κλάδο”, εντός ή εκτός του αντίστοιχου επαγγελματικού σωματείου, στο οποίο η αποδυνάμωση της εξεταστικής διαδικασίας για ένταξη έβλαψε τη δημοσιογραφία.
Σήμερα υπάρχει ένα δημοσιογραφικό σώμα με δυο όψεις. Από τη μια οι πραγματικοί δημοσιογράφοι που κάνουν τη δουλειά τους όσο καλύτερα μπορούν, με επαγγελματική, συνείδηση και ηθική.
Από την άλλη διογκώνεται μια κάστα ασύδοτων με βασική επιδίωξη, παριστάνοντας τους δημοσιογράφους, να εμπορευθούν την παρουσία τους σε ένα ΜΜΕ για λογαριασμό τους. Να στρατολογήσουν σε συστήματα προώθησης συμφερόντων με το αζημίωτο. Σήψη. Κατά κανόνα τα εισοδήματα τους είναι μεγαλύτερα από τις αμοιβές τους. Πιο απλά: μιζαδόροι.
Από την αναμέτρηση αυτών των δυο ομάδων -κυρίως την περίοδο του διαβόητου “εκσυγχρονισμού”, όταν στα ΜΜΕ έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα- και μετοχές, επικράτησε η δεύτερη. Η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, απέληξε υπέρ του κακού.
Δεν ήταν συνδικαλιστική επικράτηση, αλλά “θεσμική” υποταγή του εγχώριου συστήματος ενημέρωσης στην ισχύ των ισχυρών του χρήματος. Αυτό με τη σειρά του έδωσε χώρο στο χειρότερο είδος δημοσιογραφίας και έβγαλε στον αφρό τους χειρότερους, τους αδίστακτους και τους διαπλεκόμενους. Αυτούς που δεν αναζητούν θέμα για τον αναγνώστη, αλλά “θέμα” για την τσέπη τους.
Η κυριαρχία της τηλεόρασης εξαχρείωσε κάποιες τάσεις που προϋπήρχαν στα ταμπλόιντ. Όσο πιο αγοραίο, ανήθικο, κατασκευασμένο ήταν κάτι, τόσο πιο εμπορικό θεωρούνταν και τόσο ανέβαινε το είδος των δημοσιογράφων που το υπηρετούσε.
Χωρίς διευθυντικά στελέχη κύρους στα περισσότερα ΜΜΕ, οι δημοσιογράφοι που σέβονται το ρόλο τους βρίσκονται συχνά στη σκιά των εξαχρειωμένων- ή ακόμη και υπό διωγμό. Όσοι αναζητούν την είδηση με σκοπό την ενημέρωση, υποχωρούν σε όσους κατασκευάζουν, μεθοδεύουν ραδιουργούν, συμπράττουν ιδιοτελώς με εξωτερικούς παράγοντες ή και τον υπόκοσμο.
Γέμισαν τα ΜΜΕ σαβούρα που χτυπιέται και ωρύεται για κάτι ύποπτο, υπέρ κάποιου και εναντίον άλλου. Αγοραίοι τύποι με τον επαγγελματικό εκφυλισμό να τους περιλούζει έχουν στήλες, εκπομπές και ρόλους.
Όσο περνάει ο καιρός “ονόματα” στα ΜΜΕ θεωρούνται, όσοι αποτελούν μετεξέλιξή της τηλεόρασης του παρατεταμένου δάκτυλου και της υπαγόρευσης πολιτικής συμπεριφοράς. Όσοι μιλούν σαν καραγωγείς, ή προωθούν τον εκφασισμό της κοινωνίας.
Ανευθυνολόγοι, εξυπνάκηδες, κοντοκουρεμένες κεφαλές, απωθητικοί λατρεμένοι των κομματικών ακροατηρίων, παρακμασμένοι που έχουν ακόμη μια χειρολαβή στο λεωφορείο της αθλιότητας, εκβιαστές, ανέρχονται και προβάλλονται ως “μοντέλο”.
Παίρνουν τα περισσότερα φράγκα γιατί “πουλάνε” και έχουν ισχύ. Όχι πλέον με την εγκυρότητα του ρεπορτάζ, αλλά με την πληρωμένη επιβολή προσώπων, συμφερόντων και προϊόντων της σειράς. Όσοι προσπαθούν να επιβιώσουν με το δημοσιογραφικό σταυρό στο χέρι χάνουν έδαφος.
Σήμερα υπάρχουν καταρτισμένοι δημοσιογράφοι, με ικανότητες, γνώσεις και όρεξη, αλλά πού να δουλέψουν; Ή και όταν δουλεύουν πώς να γράψουν, να εκφωνήσουν ή να παρουσιάσουν όσα γνωρίζουν, όσα μαθαίνουν και όσα συνθέτουν την αλήθεια; Σε πολλά ΜΜΕ το πραγματικό ρεπορτάζ, υποτάσσεται στη σκοπιμότητα και στη διατεταγμένης γραφή των non paperς.
Ποιος δημοσιογράφος θα τολμούσε να πάει την επομένη ενός γεγονότος στο γραφείο του και να αντικρίσει τον Καραπαναγιώτη, τον Ψυχάρη, τον Φυντανίδη, τον Παπαναγιώτου, για να μην πάμε στους παλιότερους, όταν είχε δώσει κείμενο πανομοιότυπο με των άλλων; Ποιος δημοσιογράφος θα ξανάπιανε πένα στο χέρι του στις εφημερίδες τους, αν την προηγουμένη απηύθυνε χαιρετισμό σε… κομματική συγκέντρωση;
Πολλά, τα περισσότερα, ΜΜΕ δεν είναι χώροι σκεπτόμενων ανθρώπων, με προσήλωση στην αναζήτηση της πληροφορίας και τεκμηρίωση της κριτικής. Μοιάζουν με στρατόπεδα από τα οποία εφορμούν μισθοφόροι για να συντρίψουν τους αντίπαλους και να φέρουν πίσω τα κεφάλια τους -προς ανταμοιβήν τους από το αφεντικό, ορατό ή αόρατο…
Κάποιοι δεν μιλούν, ούτε γράφουν, ούτε εκφωνούν ως δημοσιογράφοι, έστω για τα προσχήματα. Παρουσιάζονται ως “εμείς” και εννοούν την ένταξή τους σε μια εξουσιαστική κομματική ή επιχειρηματική ομάδα με τους δικούς της κανόνες.
Το είπε σαν αστείο -χωρίς να φανταστεί πόσο αληθινή θα έβγαινε η Ελένη Βλάχου στον Λαμπράκη, όταν πούλησε την εφημερίδα της στον Κοσκωτά: “Χρήστο μου, από σήμερα ανήκουμε σε διαφορετικές συμμορίες”.
Γ. Λακόπουλος
anoixtoparathyro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου