Δεν ξανατρώω βράδυ. Το αποφάσισα μόλις. Ξεπιτάω όλη τη μέρα (ηπειρώτικο είναι αυτό, «ξεπίτησε το παιδί, βάλτε του να φάει», έλεγε η γιαγιά μου... το λέει ακόμα δηλαδή), τρώω γυρίζοντας σπίτι αργά, βαραίνω και αρχίζει το μυαλό και φέρνει σβούρες εφιαλτικές. Προχθές είδα, λέει, πως ο μικρός από το «Μόνος στο σπίτι» στέφθηκε «τελευταίος αυτοκράτορας». Και πριν προλάβει να χαρεί τον θρόνο του, κατέφθασε ο Τραμπ με στολή Αϊ-Βασίλη και του διάβασε, για να κοιμηθεί, τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς παραλλαγμένη, όπου στο τέλος ο Εμπενίζερ Σκρουτζ γίνεται ακόμα πιο πλούσιος και ζει αυτός καλά και οι άλλοι χειρότερα. Και ο μικρός τρόμαξε και άρχισε να κλαίει και τα πήρε ο Τραμπ και του έστειλε τη Θάτσερ να τον ησυχάσει. Και έμεινε ο θρόνος άδειος και κατσικώθηκε ο τυπάς πάνω του και δεν έλεγε να φύγει...
Τι τον τράβαγαν από τις γενειάδες, τι από τα σκουφιά, τίποτα αυτός. Και αποφάσισε, λέει, ως νέος αυτοκράτωρ, να κάνει την πέμπτη σταυροφορία: έβγαλε τα κόκκινα, ήπιε μια κρύα Κόλα Κόλα, ντύθηκε ιππότης της Αποκαλύψεως (τη στολή τού τη δάνεισε ο Μαρκουλάκης, που τη φύλαγε για το συνέδριο της Ν.Δ.) και πήγε να πάρει την Ιερουσαλήμ από τους άπιστους. Και κει που ήταν στα τείχη, πετάγεται ο Μαρξ ντυμένος σπάιντερμαν για να τα υπερασπιστεί και κάπου εκεί, μεταξύ παραζάλης, ιπποσύνης και κομμουνιστικής παραφροσύνης, ξύπνησα.
Γίνομαι έξω φρενών όταν σπαταλώ το υποσυνείδητό μου για να ονειρεύομαι αηδίες (που λέει και η Μαφάλντα). Τέρμα το βραδινό φαγητό - χίλιες φορές νηστική, παρά αυτό το φαντασιακό παρανάλωμα. Δεν μας φτάνουν στον ξύπνιο μας, έρχονται και στον ύπνο μας τώρα, όλοι μαζί συμπούρμπουλο, και ροκανίζουν συνειδητά και ασυνείδητα, σαν τους καλικαντζάρους.
Αλλοι αδικημένοι του κόσμου τούτου και δαύτοι. Οι πρώτοι προλετάριοι! Ολο τον χρόνο χύνουν ιδρώτα, πετσοκόβοντας το δέντρο της ζωής και τελευταία στιγμή ο κόπος τους πάει χαράμι. Πού πάει η υπεραξία του εργάτη; Πόσοι επωφελούνται του σισύφειου κόπου τους; Ποιοι διαβάλλουν το όνομά τους;
Τι κατσικοπόδαρους τους λένε, τι σκαρκατζούλια, τι κακανθρωπίσματα, τι κατρουλήδες, σταχτιάδες, κουτσούς, στραβούς, ξεπλατισμένους και μονόφθαλμους, τι το χάλι τους το μαύρο και το άραχλο (μ' αυτές τις περιγραφές, κάπου πάει το μυαλό μου, αλλά ας μην πω και άλλη κακία πρωτοχρονιάτικα). Πως είναι, λέει, κακοί και πονηροί, πως σκορπίζουν το αλεύρι, πως χύνουν την τσανάκα με το γάλα. Μεταλλαγμένο είναι, κυρία μου, καλύτερα στο πάτωμα παρά στο στομάχι μας! Λέγεται μάλιστα πως είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, κίτρινα δόντια, μυτερά αυτιά, τραγίσια πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς και τριχωτό όλο τους το σώμα. Μα κάπως έτσι δεν περιέγραφαν και τους κομμουνιστές στην αντίσταση και τον εμφύλιο ή έχω μάθει λάθος την ιστορία «των νικητών»;
Μεγάλες αδικίες διαπιστώνω στα έθιμα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς και πολύ στενοχωριέμαι...
Αμ το έλατο; Τον στολισμό του ενεπνεύσθη ο Μαρτίνος Λούθηρος, ο πρωτεργάτης της Μεταρρύθμισης, που 500 χρόνια πριν και ακριβώς, εγκατέστησε τον προτεσταντισμό στις καπιταλιστικές μας ηθικές αρχές και το στολισμένο έλατο στις καταναλωτικές μας εφησυχασμένες συνειδήσεις. Στην Ελλάδα, δε, το έφερε ο άλλος πρωτεργάτης της επανάστασης, Αθηναίος πάππου προς πάππον, εγγόνι του Κολοκοτρώνη, τρισέγγονο του Παλαιολόγου και άμεσος απόγονος του Περικλή, ο Βαυαρός Οθων - πρώτος βασιλέας της ελεύθερης Ελλάδας! Βλέπεις, οι Βαυαροί ακόλουθοι του νεαρού βασιλιά έφεραν μαζί τους το έθιμο για να νιώθουν σαν το σπίτι τους τα παιδιά. Το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίστηκε στα βασιλικά ανάκτορα του Ναυπλίου και αργότερα στην Αθήνα, από όπου άρχισε να διαδίδεται. Αρχικά με αργούς ρυθμούς, αλλά τελικά, τσούκου τσούκου, λάου λάου, ήρθε και καθιερώθηκε στις παραδόσεις του λαού.
Τώρα το στολίζουμε και ανάποδα. Για να είμαστε μονδέρνοι. Βαυαροί, προτεστάντες και μονδέρνοι. Ιδού, Κύριε, ο Νεοέλλην σου!
... Ορίστε. Ταράχτηκα πάλι. Ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνιο μου δεν βρίσκω ησυχία! Τίποτα, τίποτα. Δεν ξανατρώω βράδυ. Ούτε ξαναγράφω πρωί. (Απεφασίσθη και υπεγράφη εν έτει 2017... στο φεύγα.)
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου